From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Καπακλής είναι υδρόβιο νηκτικό πτηνό της οικογενείας των Νησσιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Mareca strepera και περιλαμβάνει 2 υποείδη, εκ των οποίων το ένα (1) εξαφανισμένο.[2][3]
Καπακλής | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Ενήλικος αρσενικός καπακλής στο πτέρωμα αναπαραγωγής | ||||||||||||||||
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
| ||||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||||
Mareca strepera (Μαρέκα η φωνασκός) (Linnaeus, 1758) | ||||||||||||||||
Υποείδη | ||||||||||||||||
† Mareca strepera couesi | ||||||||||||||||
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Mareca, έχει πορτογαλική ρίζα και με προέλευση τη Βραζιλία, όπου με τον όρο marréco αποκαλούνται οι μικρές σε μέγεθος πάπιες, γενικότερα. Παραλλαγές της ίδιας λέξης αποτελούν οι όροι marica και marcia.[5]
Ο λατινικός όρος strepera στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από το ρήμα strepo (strepere, strepui, strepitus) «παράγω δυνατό ήχο, ηχώ συγκεχυμένα».[6] Κατά μίαν εκδοχή, το ρήμα αυτό έχει ελληνική ρίζα και προέρχεται από το «στρέφω», συγκεκριμένα από τον στριγγό ήχο που κάνει κάποια πόρτα όταν στρέφεται στους στροφείς (μεντεσέδες) της.[7] Επομένως, η ονοματοδοσία του είδους οφείλεται στον ήχο που αρθρώνει το πτηνό, αν και η φωνή του ουδόλως είναι στριγκή και κακόηχη, τουναντίον μοιάζει πολύ με την ανθρώπινη ανδρική (βλ. Φωνή). Υπό αυτή την έννοια είναι περισσότερο «επιτυχημένη» η απόδοση «φωνασκός, φλύαρος» για τον όρο strepera (βλ. Άλλες ονομασίες).
Η αγγλική λαϊκή ονομασία του πτηνού, gadwall, έχει άγνωστη προέλευση αλλά πιθανόν προέρχεται από το [Anas] querquedula (κιρκίρι). Η ορθογραφία καταγράφεται για πρώτη φορά στον Willughby το 1676, και έχει γενικά υιοθετηθεί από μεταγενέστερους συγγραφείς. Ο Merrett, το 1667, ανέφερε ότι προέρχεται από τη λέξη gaddel (Pinax rerum naturalium Britannicarum, σ. 180), που χρησιμοποιούσαν έμποροι πτηνών.[8]
Η ελληνική λαϊκή ονομασία καπακλής έχει τουρκική προέλευση: kapak = κάλυμμα, καπάκι, kapakli = καλυμμένος, σκεπασμένος,[9] αλλά είναι άγνωστος ο λόγος ονοματοδοσίας. [εκκρεμεί παραπομπή]
Η συστηματική ταξινομική του taxon είναι προβληματική σε επίπεδο γένους. Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, υπό την ονομασία Anas strepera (Ευρώπη, 1758).[10] Το 1824, ο Άγγλος φυσιοδίφης Τ. Στέφενς (James Francis Stephens 1792 – 1852) πρότεινε το γένος Mareca, αλλά επαναταξινομήθηκε στο αρχικό γένος το 1886, από την AOU. Κατόπιν, ο ίδιος ταξινομικός φορέας το μετέφερε στο γένος Chaulelasmus, για να ξαναμεταφερθεί στο Anas, μέχρι το 2014. Έκτοτε, προτάθηκε η μεταφορά του στο γένος Mareca, με τη νέα ταξινομική να ακολουθείται από πολύ σημαντικούς ταξινομικούς φορείς, όπως οι Howard & Moore (4th ed.), Avibase, HBW, IUCN κ.α. Ωστόσο, άλλες αυθεντίες όπως οι ITIS, IOC, AOU (7th ed.) δεν έχουν αποδεχθεί αυτή την αλλαγή, τουλάχιστον ακόμη.[11]
Οι καπακλήδες εμφανίζουν έντονους υβριδισμούς με πολλά άλλα είδη εντός των Ανατιδών, όπως: Mareca strepera x Tadorna tadorna (βαρβάρα), M. strepera x Anas platyrhynchos (πρασινοκέφαλη), M. s. x Anas acuta, M. s. x Anas undulata, M. s. x Anas superciliosa, M. s. x Lophodytes cucullatus, κ.α.[11]
Το είδος εμφανίζει ευρύ φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες της Ευρασίας, της Αφρικής και της Βόρειας Αμερικής (Παλαιοαρκτική και Νεοαρκτική οικοζώνη) (βλ. και Μεταναστευτική συμπεριφορά). Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη την ήπειρο, εκτός από τη Β. Σκανδιναβία, σε όλες τις μορφές μετακίνησης, αλλά όχι σε ιδιαίτερα συμπαγείς πληθυσμούς.
Στην Αφρική απαντά κυρίως στις μεσογειακές χώρες και στη ζώνη παράλληλα του Νείλου, ως διαχειμάζον είδος.
Η Ασία είναι πολύ σημαντική επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μιαν ευρεία ζώνη που αρχίζει από τη Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά και, διά μέσου όλης της σιβηρικής περιοχής νότια της τάιγκα, φθάνει μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού, την Καμτσάτκα και την Ιαπωνία, στα ανατολικά. Νότια φθάνει μέχρι την Κ. Ινδία, τις ακτές του Ινδικού στο Πακιστάν και το Χονγκ Κονγκ ως χειμερινός επισκέπτης.
Στην Αμερική, οι εκεί πληθυσμοί απαντούν σε όλες τις μορφές μετακίνησης, από την Αλάσκα (μικροί θύλακοι) στα βορειοδυτικά, μέχρι τις ατλαντικές ακτές του Καναδά και των ΗΠΑ στα ανατολικά, ενώ νότια φθάνουν μέχρι τη Γουατεμάλα kai to Μπελίζ, ως διαχειμάζοντα πτηνά.[12]
Αρ. | Υποείδος | Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) | Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης | Σημειώσεις |
---|---|---|---|---|
1 | † Mareca strepera couesi | Ταμπουαεράν στο Κιριμπάτι | Ενδημικό στη νήσο | Ανακαλύφθηκε στο απόμακρο νησί του Ειρηνικού το 1874, αλλά έκτοτε παρατηρήθηκε ελάχιστες φορές [5] και, σήμερα, θεωρείται εξαφανισμένο (EX) |
2 | Mareca strepera strepera | Ευρώπη, Ασία, Αφρική, Β. Αμερική | Ευρώπη, Αφρική, Β. και Κ. Αμερική | Πιθανώς εξαφανισμένο από θέσεις της Καραϊβικής (Κούβα, Βερμούδες, κ.α) |
Πηγές:[2][12][13] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Ο καπακλής μπορεί να απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, μπορεί να είναι επιδημητικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο, διαχειμάζον ή διαβατικό πτηνό ανάλογα με την περιοχή. Ωστόσο, γενικότερα, θεωρείται μεταναστευτικό είδος, διότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων εκτελεί αποδημίες. Η αναπαραγωγή πραγματοποιείται στα γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 40° και 60°, στο Βόρειο ημισφαίριο. Οι φθινοπωρινές μεταναστεύσεις, πραγματοποιούνται στα νότια της εκάστοτε περιοχής αναπαραγωγής, κυρίως στα γεωγραφικά πλάτη μεταξύ 20° και 60°, αλλά υπάρχουν αρκετοί πληθυσμοί που μένουν μόνιμα σε μια περιοχή, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Βέβαια, όσο βορειότερα αναπαράγονται τα πτηνά, τόσο τείνουν να μεταναστεύουν νότια.
Οι πληθυσμοί της Ευρώπης θεωρούνται μερικώς μεταναστευτικοί, με αρκετούς υπο-πληθυσμούς, να παραμένουν μόνιμα στην ήπειρο, κυρίως στο δυτικό τμήμα της (Ηνωμένο Βασίλειο, Κάτω Χώρες, Γαλλία, Ισπανία). Στην υπόλοιπη επικράτεια, οι πληθυσμοί έρχονται τα καλοκαίρια για να φωλιάσουν, κυρίως στην Κ. Ευρώπη, τη Ρωσία και τη Ν. Σκανδιναβία, φθάνοντας μέχρι και την Ισλανδία. Οι μεσογειακές χώρες αποτελούν κυρίως θέσεις διαχείμασης, αν και σε όλες τις περιπτώσεις υπάρχουν αρκετοί θύλακοι μόνιμων πληθυσμών σε αυτές.
Οι ασιατικοί πληθυσμοί, είναι πλήρως μεταναστευτικοί, με ελάχιστους θύλακες μόνιμης παραμονής σε περιοχές του Ευξείνου Πόντου, της Τουρκίας και της Κασπίας. Ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των περιοχών φωλιάσματος, διαχειμάζουν στη Μέση Ανατολή και σε μια ευρεία ζώνη που ξεκινάει από τις ακτές του Ινδικού και, διά μέσου της Ινδίας, των Ιμαλαΐων και της Κίνας, φθάνει στη Σινική Θάλασσα στα ανατολικά. Στην περιοχή του Νεπάλ ξεχειμωνιάζει μέχρι τα 915 μ., ενώ ως διαβατικό πτηνό φθάνει στα 4.750 μ.[14]
Οι βορειοαμερικανικοί πληθυσμοί αναπαράγονται κυρίως στον Καναδά και τις Κ. ΗΠΑ (αλλά και στην Αλάσκα), αλλά υπάρχουν συμπαγείς επιδημητικοί πληθυσμοί, στις Α. ΗΠΑ και στις ατλαντικές ακτές στα ΒΑ. Κατεβαίνουν νοτιότερα για να ξεχειμωνιάσουν, με αρκετούς από αυτούς να φθάνουν στο Μεξικό και την Καραϊβική, αν και αρκετοί πληθυσμοί στην Κούβα και τα γύρω νησιά δεν παρατηρούνται, πλέον.
Τα αρσενικά αφήνουν τους τόπους αναπαραγωγής στις αρχές Ιουλίου (ένα (1) μήνα πριν από τα θηλυκά και τα νεαρά άτομα), μεταναστεύουν σε υγροτόπους-κλειδιά για να περάσουν περίοδο αλλαγής πτερώματος (moulting), που διαρκεί 4 εβδομάδες, περίπου, ενώ κατόπιν συνεχίζουν για τις θέσεις διαχείμασης.[15] Η επιστροφή διαρκεί από τον Μάρτιο έως τον Απρίλιο.[15] (Scott and Rose 1996)
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από το Μάλι, τη Νιγηρία και τη Σομαλία, την Τζαμάικα και πολλά νησιά του νότιου συμπλέγματος των Αντιλλών, αλλά και από τη Γροιλανδία.[4]
Στην Ελλάδα, ο καπακλής απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης, κυρίως όμως είναι καλοκαιρινός αναπαραγόμενος και χειμερινός επισκέπτης, με κάποιους πληθυσμούς να είναι επιδημητικοί στα βόρεια.[16][17] Γενικά, θεωρείται ανεπαρκώς γνωστό (K, Insufficiently Known) [18] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). Από την Κρήτη δεν αναφέρεται, αλλά από την Κύπρο αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης και ως φθινοπωρινό διαβατικό πτηνό (σποραδικά).[19]
Το είδος αναπαράγεται σε πολύ παραγωγικά [20][21] ή/και ευτροφικά,[22] μεσοτροφικά [23] γλυκά νερά λιμνών ή βάλτων,[20][21] κυρίως σε ανοικτούς πεδινούς λειμώνες,[24][25] δείχνοντας προτίμηση σε προφυλαγμένα, αβαθή, στάσιμα ή με αργή ροή ύδατα,[22] με άφθονη αναδυόμενη βλάστηση [20][21][22][24] και νησίδες με βλάστηση που παρέχουν κάλυψη για την ωοτοκία [20][22][24] Μπορεί επίσης να βρεθεί σε μόνιμα, ρηχά, ελαφρώς αλκαλικά, άδενδρα έλη,[20][24] καθώς και σε λίμνες που σχηματίζονται από τους μαιάνδρους των ποταμών (oxbow lakes), κανάλια,[26] ταμιευτήρες και λάκκους με βότσαλα.[21]
Μετά την εκκόλαψη των νεοσσών, τα θηλυκά τούς μετακινούν σε βαθύτερα άδενδρα έλη, ή στις άκρες μεγάλων νερόλακκων, μερικές φορές περισσότερο από 1 μίλι μακριά από τις θέσεις φωλιάσματος.[24] Σπάνια, (κυρίως τον χειμώνα),[27] το είδος εμφανίζεται κατά μήκος προστατευμένων ακτών,[20][28] σε παράκτια άδενδρα έλη (κυρίως στη Βόρεια Αμερική),[21] σε εκβολές ποταμών [22][26][27] και σε δέλτα ή λιμνοθάλασσες.[22]
Στην Ελλάδα, ο καπακλής απαντά σε λιμνοθάλασσες, λίμνες, έλη και τενάγη, σπανιότερα σε ακτές.[16] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, σχηματίζει μικρά σμήνη στα ρηχά νερά μεγάλων υγροτόπων, γλυκά και υφάλμυρα.[29]
Ο καπακλής, όπως και πρασινοκέφαλη ανήκει στις επονομαζόμενες αφρόπαπιες, επειδή τρέφεται στην επιφάνεια ή λίγο κάτω από την επιφάνεια του νερού. Όπως όλες οι αγριόπαπιες, εμφανίζει έντονο φυλετικό διμορφισμό με το αναπαραγόμενο αρσενικό (drake) να είναι εντελώς διαφορετικό σε εμφάνιση από το θηλυκό (duck). Επίσης είναι λίγο μεγαλύτερο και βαρύτερο.
Γενικά, είναι μεσαίου μεγέθους πάπιες, λίγο μικρότερες από τις πρασινοκέφαλες,[30] με πιο ίσιο μέτωπο.[31] Το αρσενικό δεν διαθέτει το εντυπωσιακό πτέρωμα άλλων ειδών, ακόμη και κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Ίσως, το κυριότερο χαρακτηριστικό του είδους είναι τα ελάσματα των χειλέων της ρινοθήκης, που είναι ευκρινώς ορατά εξωτερικά κατά το μεγαλύτερο μέρος τους.[16] Τα πόδια είναι πορτοκαλοκίτρινα και η ουρά διαθέτει 16 πηδαλιώδη. Η κοιλιά είναι λευκή, στοιχείο ιδιαίτερα ορατό κατά την πτήση.[30]
Το αρσενικό δεν διαθέτει κάποιο έντονο διαγνωστικό γνώρισμα (nondescript) στο αναπαραγωγικό του πτέρωμα αλλά, ιδωμένο από πλάγια, πιθανόν να ξεχωρίζει το λευκό κάτοπτρο που περιβάλλεται από μικρές περιοχές καστανού και μαύρου χρώματος. Κατά τα άλλα, το γενικότερο πτέρωμα είναι μονότονο γκρίζο, με έντονα, λεπτά γεωμετρικά μοτίβα στην περιοχή του λαιμού και του στήθους. Το πίσω μέρος της ράχης είναι ομοιόμορφα καστανόγκριζο και το ουροπύγιο σκοτεινόχρωμο. Το ράμφος είναι γκρίζο στο χρώμα του σχιστόλιθου (slate-grey). Στο μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα (eclipse), το αρσενικό μοιάζει αρκετά με το θηλυκό, διατηρώντας τα μοτίβα των πτερύγων και το σκουρότερο ράμφος.
Το θηλυκό έχει, επίσης, μονότονο γκρίζο χρωματισμό αλλά, εκτός από την περιοχή του λαιμού και του στήθους, όπου μοιάζει με το αρσενικό, διαθέτει πλατύτερες σκούρες καφέ στίξεις και ραβδώσεις σε όλη τη ράχη, ενώ το ράμφος της έχει αρκετό πορτοκαλί στα χείλη του, με μαύρη μέση ραχιαία γραμμή.[32] Το κάτοπτρο είναι μικρό και λευκό, χωρίς τις περιβάλλουσες έγχρωμες περιοχές του αρσενικού.
Στα νεαρά άτομα, το κάτοπτρο είναι δυσδιάκριτο ή -πρακτικά- ανύπαρκτο και το πτέρωμα ωχροκίτρινο, κάνοντας αντίθεση με το γκριζωπό κεφάλι.[30]
Πηγές:[14][34][35][36][37][38][39][30][31][13][32][40][41][42][43]
Οι καπακλήδες είναι παμφάγα αλλά, κατά κύριο λόγο, φυτοφάγα πτηνά,[20] με το διαιτολόγιο να αποτελείται από τα σπέρματα, τα φύλλα, τις ρίζες και τους μίσχους υδροχαρών φυτών (βυθισμένων και αναδυομένων).[20] Επίσης, τρέφονται με αγρωστώδη και χαροφύκη,[21] ενώ, περιστασιακά, λαμβάνουν κόκκους δημητριακών από το έδαφος.[22][44] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα (κυρίως στην Αφρική) τρέφονται με μικρές ποσότητες ζωικής ύλης, όπως έντομα, μαλάκια, δακτυλιοσκώληκες, αμφίβια, γόνο αμφιβίων και μικρά ψάρια.[44]
Στη μη-αναπαραγωγική εποχή, το είδος δεν είναι τόσο αγελαίο και τείνει να σχηματίζει ζευγάρια ή μόνο μικρά σμήνη, συχνά μαζί με άλλες πάπιες επιφανείας.[39] Ωστόσο, κατά τις μεταναστεύσεις ή κατά την περίοδο αλλαγής πτερώματος, μπορεί να συναθροίζεται σε μεγάλα σμήνη.[21][25]
Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει αλλά, συνήθως, ξεκινάει αργά στις αρχές Μαΐου μέχρι τον Ιούνιο ή και τον Ιούλιο.[21] Παρόλο που δεν σχηματίζει αποικίες, σε κάποιες περιπτώσεις οι φωλιές απέχουν μόλις 5μ. η μία από την άλλη.[22] Στους οικοτόπους αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι καπακλήδες συνηθίζουν να φωλιάζουν στις θέσεις με την πυκνότερη και ψηλότερη βλάστηση, κοντά στο νερό έτσι, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη προστασία. Ωστόσο, κάποιες φορές, η θέση της φωλιάς είναι αρκετά μακριά από το νερό.[21][27] Η φωλιά είναι μια απλή κοιλότητα στο έδαφος επιστρωμένη με φυτικό υλικό και λίγα φτερά. Συνήθως χρησιμοποιούνται τσουκνίδες,[27] ή απλό γρασίδι. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος.[45]
Η γέννα αποτελείται από (7-) 8 έως 12 (-16) ελλειπτικά ή οβάλ αβγά, με κρεμ ή ανοιχτοπράσινο χρώμα, διαστάσεων 54,3 Χ 39,1 χιλιοστών [45] και βάρους 44 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 8% είναι κέλυφος.[33]. Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί (24-) 25 έως 26 (-27) ημέρες. Οι νεοσσοί (παπάκια) είναι φωλεόφυγοι (precocial), πλήρως ικανοί προς κολύμβηση μόλις εκκολαφθούν. Ωστόσο, από ένστικτο τείνουν να μένουν ενστικτωδώς κοντά στη μητέρα τους, όχι μόνο για ζεστασιά και προστασία, αλλά και για να μάθουν και να θυμούνται το μέρος που γεννήθηκαν, καθώς και το πώς και πού να αναζητήσουν τροφή. Όταν οι νεοσσοί ωριμάζουν σε «εφήβους» ικανούς προς πτήση, μαθαίνουν και θυμούνται τις παραδοσιακές μεταναστευτικές διαδρομές τους (εκτός αν έχουν γεννηθεί και εκτραφεί σε αιχμαλωσία). Μετά από αυτή την περίοδο, τα νεαρά άτομα και η μητέρα μπορεί να αποχωριστούν, ή να παραμείνουν μαζί μέχρι να έρθει η επόμενη εποχή αναπαραγωγής. Η πτέρωση πραγματοποιείται στις 45-50 ημέρες.[38]
Το είδος απειλείται από τη ρύπανση [21] και την όχληση από τη χρήση των υγροτόπων γλυκού νερού, για ψυχαγωγικούς λόγους.[21][46] Επίσης, υπάρχει αυξημένη θνησιμότητα, ως αποτέλεσμα κατάποσης μολύβδινων σκαγιών από τα κυνηγετικά όπλα [47] και τη θήρευση της φωλιάς από νυφίτσες (κυρίως στην Ευρώπη).[48] Το είδος είναι ευαίσθητo στη γρίπη των πτηνών έτσι, ώστε μπορεί να απειλείται από μελλοντικές επιδημίες της νόσου.[49]
Ο καπακλής υφίσταται μικρη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντάται, στις οποίες θηρεύεται εντατικά.[50][51][52] Επίσης, τα αβγά του συλλέγονταν -και ίσως συλλέγονται ακόμη- στην Ισλανδία.[53]
Το είδος, παρά το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του, δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN.[4] Ωστόσο, παρά το ευρύ φάσμα κατανομής του, χαρακτηρίζεται ως μη-κοινό,[39] διότι δεν σχηματίζει συμπαγείς πληθυσμούς.
Οι πρώτες καταγραφές φωλιάσματος του καπακλή στη χώρα, καταγράφονται από το 1961. Γενικά, φωλιάζει σε πολύ περιορισμένους αριθμούς ζευγαριών (20 ζευγάρια, περίπου) στη Β. Ελλάδα, σε Μακεδονία και Θράκη.[54][55] και θεωρείται η λιγότερο κοινή πάπια επιφανείας (αφρόπαπια) στη χώρα.[54] Ακόμη, όμως, και ως χειμερινού επισκέπτη οι αριθμοί του δεν φαίνεται να είναι μεγάλοι, παρόλο που στο παρελθόν υπήρξαν κάποιες αξιόλογες συναθροίσεις στον Εβρο. Ως εκ τούτου, η Ελλάδα δεν θεωρείται σημαντικός διεθνής μεταναστευτικός σταθμός, παρόλο που, στο παρελθόν, υπήρχαν σημαντικοί αριθμοί στον Έβρο και στον Αμβρακικό.
Η σημαντικότερη απειλή στην Ελλάδα είναι το παράνομο [56] κυνήγι και, μάλιστα, κινδυνεύουν οι διαχειμάζοντες πληθυσμοί του είδους από υπερθήρευση, αν και απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση επί του προβλήματος.[54][57] Επίσης, η συνεχιζόμενη υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων αναπαραγωγής του.[54]
Στον ελλαδικό χώρο ο Καπακλής απαντά και με τις ονομασίες: Γαλάνι (Λεσίνι Ακαρνανίας), Σταχτόπαπια, Φλυαρόπαπια [16][58] και Κανναούρα (Κύπρος).[59]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.