Καθολικά χαρακτηριστικά της γλώσσας (Γλωσσολογία)
όρος της γλωσσολογίας / From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον όρο καθολικό χαρακτηριστικό της γλώσσας εννοείται ένα μοτίβο που επαναλαμβάνεται συστηματικά στις φυσικές γλώσσες, και που δυνητικά ισχύει για όλες τις γλώσσες του κόσμου. Για παράδειγμα, όλες οι γλώσσες του κόσμου έχουν ουσιαστικά και ρήματα, ή εφόσον μία γλώσσα είναι ομιλούμενη, αποτελείται από σύμφωνα και φωνήεντα. Η έρευνα σε αυτόν τον κλάδο της γλωσσολογίας συγγενεύει στενά με την τυπολογία της γλώσσας και έχει ως σκοπό τις γενικεύσεις μεταξύ των γλωσσών, οι οποίες πιθανόν συνδέονται με την επίγνωση, την αντίληψη και άλλες ικανότητες του νου. Πρωτοπόρος του κλάδου ήταν ο Αμερικανός γλωσσολόγος Τζόζεφ Γκρινμπεργκ, ο οποίος αρχικά εξήγαγε ένα σύνολο σαράντα πέντε βασικών καθολικών χαρακτηριστικών, κυρίως από την σύνταξη, με την μελέτη περίπου τριάντα γλωσσών. [1].