Καθεδρικός της Σεβίλλης
From Wikipedia, the free encyclopedia
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Καθεδρικός της Σεβίλλης ή Καθεδρικός της Παναγίας της Επισκόπης (ισπανικά: Catedral de Santa María de la Sede) είναι ρωμαιοκαθολικός καθεδρικός ναός στη Σεβίλλη της Ισπανίας. Είναι ο μεγαλύτερος γοτθικός καθεδρικός στο κόσμο και συνολικά τρίτη μεγαλύτερη εκκλησία. Επίσης, είναι ο μεγαλύτερος καθεδρικός στο κόσμο, καθώς οι δύο μεγαλύτερες εκκλησίες, η Βασιλική του Αγίου Πέτρου και η βασιλική της Παναγίας της Απαρεκίπα, δεν είναι έδρες επισκόπων.
Ο Καθεδρικός Ναός, το Αλκάθαρ και η Αρχειοθήκη της Σεβίλλης | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Άποψη της νοτιοανατολικής πλευράς του καθεδρικού ναού | |
Χώρα μέλος | Ισπανία |
Τύπος | Πολιτιστικό |
Κριτήρια | i, ii, iii, vi |
Ταυτότητα | 383 |
Περιοχή | Ευρώπη και Βόρεια Αμερική |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1987 (11η συνεδρίαση) |
Η κατασκευή του ναού άρχισε το 1401. Ο ναός, όταν ολοκληρώθηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, αντικατέστησε την Αγία Σοφία ως ο μεγαλύτερος χριστιανικός ναός, ένα τίτλο τον οποίο ο βυζαντινός ναός κατείχε για σχεδόν χίλια χρόνια. Ο καθεδρικός είναι ο τόπος ταφής του Χριστόφορου Κολόμβου.[1] Ο καθεδρικός, μαζί με το Αλκάθαρ της Σεβίλλης και το Γενικό Αρχείο των Ινδιών, ανακηρύχθηκαν μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO το 1987.[2]
Η Χιράλδα (Giralda), το καμπαναριό του ναού, είναι ένας πύργος ύψους 104 μέτρων, ο οποίος ήταν προηγουμένως μιναρές και αποτελούσε σύμβολο της μεσαιωνικής πόλης της Σεβίλλης. Είναι εμπνευσμένος από τον μιναρέ Κουτούμπια που βρίσκεται στο Μαρακές στο Μαρόκο καθώς και από άλλους μιναρέδες στην Ισπανία και το Μαρόκο, εκείνης της περιόδου. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1184 υπό τις οδηγίες του αρχιτέκτονα Ben Ahmad Baso. Σύμφωνα με τον χρονικογράφο Sahib al-Salah, οι εργασίες ολοκληρώθηκαν στις 10 Μαρτίου το 1198, με την τοποθέτηση τεσσάρων χάλκινων επίχρυσων σφαιρών στην κορυφή του πύργου. Μετά τον ισχυρό σεισμό του 1365, η τύχη των σφαιρών αγνοείται. Τον 16ο αιώνα προστέθηκε καμπαναριό, από τον αρχιτέκτονα Hernán Ruiz τον νεότερο. Το άγαλμα στην κορυφή, που λέγεται "El Giraldillo", τοποθετήθηκε το 1568 και αναπαριστά τον θρίαμβο της χριστιανικής πίστης.
Κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής εποχής, ο Αλμοχάδης χαλίφης Αμπόυ Γιακούμπ Γιουσούφ διέταξ την κατασκευή ενός μεγάλου τεμένους στη Σεβίλλη στη θέση όπου σήμερα βρίσκεται ο καθεδρικός ναός. Οι εργασίες άρχισαν τον Απρίλιο του 1172 και ολοκληρώθηκαν το Μάρτιο του 1198, αν και το τέμενος εγκαινιάστηκε τις 30 Απριλίου 1182.
Την διεύθυνση της κατασκευής ανέλαβε ο διάσημος Ανδαλουσιανής καταγωγής αρχιτέκτονας Αχμάντ Μπεν Μπάσο, όπως και στα παλάτια του Μπουχάιρα στη Σεβίλλη, ο οποίος κατασκεύασε ένα όμορφο ορθογώνιο κτίριο με διαστάσεις 113 επί 135 μετρα και επιφάνεια 15.000 μ².[3] Διέθετε 17 κλίτη τα οποία συνδέονταν με πεταλοειδείς αψίδες και εσωτερική αυλή, ένα σαχν το οποίο διατηρείται σήμερα ως το Πάτιο ντε λος Ναράνχος. Η σημερινή πύλη της Συγχώρησεως ήταν το σημείο πρόσβασης μέσα στο τέμενος.
Μετά την ανακατάληψη της πόλης από τους Χριστιανούς τις 23 Νοεμβρίου 1248, το τζαμί μετατράπηκε[4] σε καθεδρικό ναό με μικρές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένου ενός βασιλικού παρεκκλησίου στο οποίο τάφηκαν διάφοροι μονάρχες και οι οικογένειές τους, μεταξύ άλλων, ο Αλφόνσος Ι΄, ο Φερδινάρδος Γ΄ και η Βεατρίκη της Σουαβίας. Οι Χριστιανοί χρησιμοποιούσαν για περισσότερο από 150 χρόνια το μουσουλμανικό κτίριο. Το 1401 θεωρήθηκε ότι έπρεπε να κτιστεί ένας καινούργιος ναός με τελείως χριστιανικό σχέδιο και με την πρόφαση ότι το τέμενος ήταν μισοκατεστραμμένο, κατεδαφίστηκε.
Το επισκοπικό συμβουλίο αποφάσισε τις 8 Ιουλίου 1401 να κατασκευάσει ένα νέο ναό, καθώς το παλιό τέμενος είχε υποστεί σημαντικές ζημιές από ένα σεισμό το 1356. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση της Σεβίλλης, η απόφαση έλεγε «Ας φτιάξουμε μια εκκλησία τόσο όμορφη και μεγάλη ώστε όσοι τη βλέπουν να μας θεωρούν τρελούς» και στη συνέχεια τα πρακτικά εκείνης της μέρας λένε ότι η κατασκευή θα πρέπει να είναι «τουλάχιστον τόσο καλή, ώστε να μην υπάρχει ισάξιά της».
Παραδοσιακά, θεωρείται οι εργασίες ξεκίνησαν το 1402, όμως σήμερα πιστεύεται ότι είναι πιο πιθανό να άρχισαν το 1434. Διήρκησαν μέχρι το 1506.[5] Πιστεύεται ότι το αρχικό σχέδιο ήταν το εργολάβου Αλόνσο Μαρτίνεθ. Στη συνέχεια, επικεφαλής των εργασίως ανέλαβαν ο Υσαμπάρτε και το 1439 ο Γάλλος Καρλίν (Σαρλ Γκωτέρ ντε Ρουάν), ο οποίος ανέλαβε με ετήσιο μισθό χιλίων μαραβέδι και θεωρείται ότι παρέμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το θάνατό του το 1448, όταν τον διαδέκτηκε ο λιθοξόος Χουάν Νόρμαντ. Ανάμεσα στο 1498 και το 1512, επικεφαλής ήταν ο Αλόνσο Ροδρίγεθ.
Τις 6 Οκτωβρίου του 1506 έλαβε χώρα η επίσημη τελετή για τον εορτασμό της ολοκλήρωσης των εργασιών, στην οποία τοποθετήθηκε η «τελευταία πέτρα» στο ψηλότερο τμήμα του τρούλου. Προσκεκλιμένος ήταν ο αρχιεπίσκοπος Ντιέγο ντε Ντάθε ο οποίος παρακολούθησε την τελετή, καθώς ήταν πολύ μεγάλος σε ηλικία για να ανέβει στην κορυφή, από το παρεκκλήσι της Παναγίας της Αντίγουα. Δεν έγιναν εορτασμοί επειδή λίγες μέρες πριν είχει πεθάνει ο Φίλιππος Α΄ της Καστίλλης. Το 1507 άρχισε να λειτουργεί ως ναός, αν και δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμα κάποιες εργασίες[6]. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένας μεγαλοπρεπής γοτθικός ναός τεραστίων διαστάσεων και αυστηρού σχεδιασμόυ.
Τέσσερα χρόνια μετά, τις 28 Δεκεμβρίου 1511, ένας από τους τεράστιους κιόνες που στήριζαν τον τρούλο κατέρρευσε με αποτέλεσμα την κατάρρευση του τρούλο. Η βλάβη αποδόθηκε στο υπερβολικά μεγάλο βάρος της κατασκευής. Αυτό οδήγησε στη διάψευση του Αλόνσο Ροδρίγεθ και μετά από ενδελεχή έρευνα των πιθανών λύσεων, ο αρχιτέκτονας Χουάν Χιλ ντε Οντανιόν σχεδίασε βασιζόμενος στο αρχικό στυλ ένα καινούργιο τρούλο, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1519. Αυτός ο τρούλος κατέρρευση 370 χρόνια αργότερα, την 1η Αυγούστου 1888, και ανακατασκευάστηκε στην αρχική μορφή του από τον Χοακίν Φερνάντεθ. Αυτός ο τρούλος είναι ο αυτός που είναι ορατός σήμερα.[7]
Αντιστοιχεί στην περίοδο η οποία άρχισε το 1528, κατά τη διάρκεια της οποία κατακσευάστηκε με σειρά βοηθητικών κτισμάτων, όπως το κύριο σκευοφυλάκια, η Σάλα Καπιτουλάρ και το Βασιλικό Παρεκκλήσι και ολοκληρώθηκαν άλλα όπως το σκευοφυλάκια των ιερών σκευών και τα παρεκκλήσια των Αλάμπαστρος.[8] Σε αυτά τα έργα συνέβαλαν οι αρχιτέκτονες Ντιέγο ντα Ριάνιο, Μαρτίν ντε Γκαίνθα και Ασένθιο ντε Μαέδα. Αυτή την περίοδο, ο Ερνάν Ρουίς κατασκεύασε το τελικό κορμό της Χιράλδα. Ο καθεδρικός και τα βοηθητικά κτίρια ολοκληρώθηκαν το 1593.
Σε αυτή τη φάση κατασκευάστηκε η Εκκλησία της Σκηνής του Μαρτυρίου (1618-1662) από τον Μιγκέλ ντε Θουμάρραγα. Αν και στην πραγματικότητα είναι ένα κτίριο ανεξάρτητο από τον καθεδρικό, συνδέεται με αυτόν και τα δύο κτίρια επικοινωνούν. Το κτίριο αυτό συνόδευαν σε ίδιο ρυθμό μια σειρά από μικρά συμπλέγματα στα δυτικά.[9]
Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης κυριαρχεί ο νεοκλασσικιμός. Κατασκευάστηκαν διάφορα βοηθητικά κτίρια νοτιοδυτικά του ναού, ανάμεσα στη σημερινή λεωφόρο δε λα Κουστιτουσιόν και το Γενικό Αρχείο των Ινδιών. Ανάμεσα στα έτη 1762 και 1797 κατεδαφίστηκαν κτίρια τα οποία ένωναν το μνημείο με την πόλη, και το τετράγωνο στο οποίο βρίσκεται γίνεται πλήρως ανεξάρτητο. Οι κύριοι αρχιτέκτονες που εκπόνησαν αυτά τα έργα ήταν οι Μανουέλ Νούνιεθ και Φερνάνδο ντε Ροσάλες.
Αυτή η περίοδος καταλαβάνει τη χρονική περίοδο ανάμεσα στο 1825 και το 1928. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ανολοκλήρωτα τμήματα του κτιρίου άρχισαν να αποπερατώνονται προσπαθώντας να παραμείνουν όσο είναι δυνατόν πιο κοντά στο αρχικό γορθικό ρυθμό. Συνεχίζοντας το έργο του αρχιτέκτονα Ντεμέτριο δε λος Ρίος του 1866, οι πύλες της Συλλήψεως και του Κυρίου, ολοκληρώθηκαν από τον Αδόλφο Φερνάνδεθ Κασανόβα ανάμεσα στο 1895 και το 1917. Παράλληλα διεξάγονταν και εργασίες συντήρησης.
Το 2010, ο ναός ήταν το μνημείο της πόλης που δέχθηκε τους περισσότερους επισκέπτες, 1.305.000 άτομα, το οποίο αντιπροσωπεύει αύξηση 7,76 % σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Περισσότερο από το 99% των τουριστών που επισκέπτονται την πόλη ενδιαφέρονται να γνωρίσουν το ναό.[10] Το μνημείο αυτοχρηματοδοτείται και είναι σημαντική πηγή εισοδήματος για το συμβούλιο το οποίο ξοδεύει πολλά κεφάλαια σε εργασίες αποκατάστασης του ναού.[11] Η τοποθεσία της κατασκευής της Λεωφόρου Συντάγματος (Αβενίδα δε λα Κονστιτουθιόν), κύρια πύλη εισόδου στο ιστορικό κέντο της Σεβίλλης έχει οδηγήσει σε σημαντική φυσικοχημική αποσάθρωση της πέτρας, η οποία είναι ορατή με την παρουσία πυκνών μαύρων αποθέσεων στους τοίχους και τις πόρτες, ως αποτέλεσμα της έντονης ρύπανσης του περιβάλλοντος που προκαλείται από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.[12]
Σημαντικά βήματα που έλαβαν χώρα τον 21ο αιώνα είναι η μετατροπή της Λεωφόρου Συντάγματος σε πεζόδρομο ώστε να λυθούν τα προβλήματα μόλυνσης και η διεξαγωγή διαφόρων εργασιών αποκατάστασης, κυρίως καθαρισμός και σταθεροποίηση της μήκους 141 μέτρων δυτικής πρόσοψης έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η συνολική αποσάθρωση της πέτρα και η οξείδωση των σιδηρούχων υλικών. Επίσης έχουν επιδιορθωθεί μεμονωμένα αριχτεκτονικά στοιχεία, όπως αγάλματα, κεραίες, τα γκαργκόιλ, τα φλαμέρο και τα βιτρό. Μέσα στο ναό λαμβάνουν χώρα λεπτομερείς εργασίες ώστε να λυθεί το πρόβλημα της επιδεινούμενης κατάστασης των δύο κιόνων στους οποίους εντοπίστηκαν ρωγμές το 1980. Οι εργασίες περιλαμβάνουν την αντικατάσταση 576 κομματιών, καθέ από τα οποία ζυγίζει 250 κιλά χωρίς να μεταβληθεί ο πυρήνας του κίονα που διατηρεί τη σταθερότητά του.[13] Το 2011 ξεκίνησε η αποκατάσταση της Αγίας Τράπεζας, η οποία υπολογίστηκε ότι θα διαρκούσε 30 μήνες και σημαντικές παρεμβάσεις στο πάτωμα του Βασιλικού Παρεκκλησίου και στην πρόσοψη του ναού στο κάγιε Αλεμάνες.[14]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.