Το Ιστορία μιας κάλπικης λίρας (γνωστή ως Η κάλπικη λίρα) είναι ελληνική ηθογραφική σπονδυλωτή ταινία του 1955, με κωμική, αισθηματική και δραματική διάθεση. Η παραγωγή είναι της Ανζερβός και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Γιώργος Τζαβέλλας, σε δικό του σενάριο. Πρωταγωνιστούν οι Βασίλης Λογοθετίδης, Ίλια Λιβυκού, Ορέστης Μακρής, Μίμης Φωτόπουλος, Σπεράντζα Βρανά, Δημήτρης Χορν και Έλλη Λαμπέτη.[2] Πρόκειται για την πρώτη ελληνική ταινία με διεθνή επιτυχία,[1][3] και η οποία θεωρείται μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.[4][5]
Ιστορία μιας κάλπικης λίρας | |
---|---|
Κινηματογραφική αφίσα της ταινίας | |
Σκηνοθεσία | Γιώργος Τζαβέλλας |
Παραγωγή | Ανζερβός |
Σενάριο | Γιώργος Τζαβέλλας |
Πρωταγωνιστές | Βασίλης Λογοθετίδης Ίλυα Λιβυκού Μίμης Φωτόπουλος Σπεράντζα Βρανά Ορέστης Μακρής Δημήτρης Χορν Έλλη Λαμπέτη |
Αφήγηση | Δημήτρης Μυράτ (εμφανίζεται και στην ταινία) |
Μουσική | Μάνος Χατζιδάκις |
Φωτογραφία | Κώστας Θεοδωρίδης Γιώργος Τσαούλης |
Μοντάζ | Γιώργος Τσαούλης |
Σκηνογραφία | Παύλος Παπαδόπουλος |
Διανομή | Καραγιάννης - Καρατζόπουλος |
Πρώτη προβολή | 24 Ιανουαρίου 1955[1] (Ελλάδα) |
Κυκλοφορία | 30 Ιανουαρίου 2003 (DVD) Επανακυκλοφόρησε το 2012 |
Διάρκεια | 127΄ |
Προέλευση | Ελλάδα |
Γλώσσα | ελληνική |
δεδομένα ( ) |
Η υπόθεση αφορά μία λίρα κάλπικη, η οποία δημιουργήθηκε από τον πρωταγωνιστή της πρώτης από τις τέσσερις ιστορίες δηλαδή τον Ανάργυρο (Βασίλης Λογοθετίδης), που όμως δεν καταφέρνει να προσφέρει στους κατόχους της εκείνα που ονειρεύονται, δηλαδή, τα πλούτη. Αποτελεί μια ηθογραφία της κοινωνίας του 1950 με την ιδιαίτερη οπτική γωνία του σκηνοθέτη Γιώργου Τζαβέλλα.[6][7]
Η ταινία αποτελεί παράδειγμα σπονδυλωτής άρθρωσης, και την πρώτη τέτοια του ελληνικού κινηματογράφου,[8] που αφορά τέσσερις ιδιαίτερες μικρές ιστορίες με κοινό στοιχείο μια κάλπικη λίρα που μεταφέρεται από τη μία ιστορία στην άλλη. Στην ταινία υπάρχει αφηγητής (Δημήτρης Μυράτ), που συνδέει τις 4 αυτές ιστορίες, ο οποίος και κλείνει την ταινία με τη φράση: «κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία... κάλπικο είναι, γενικά, το χρήμα...» , που αποτελεί και το κεντρικό νόημα όλου του έργου, ότι δηλαδή η μονομανής επιδίωξη του πλούτου οδηγεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο — και με όλους τους διάφορους χαρακτήρες των ανθρώπων — σε μια κάλπικη ζωή.
Πλοκή
Πρόλογος
Η ταινία προλογίζεται με την εμφάνιση του αφηγητή της, ο οποίος εξιστορεί πώς έπεσε στα χέρια του μία κάλπικη λίρα, με την παροιμία: «Ο κάλπικος παράς δε χάνεται ποτέ».
1η Ιστορία
Η πρώτη ιστορία αφορά τον Ανάργυρο Λουμπαρδόπουλο (Βασίλης Λογοθετίδης), ένα τίμιο βιοπαλαιστή και άριστο τεχνίτη, ο οποίος αφιέρωσε όλη του σχεδόν τη ζωή, δουλεύοντας ως χαράκτης, για να μαζέψει 100 λίρες. Απέναντι από το μαγαζί του, υπάρχει το γραφείο του Μιλτιάδη, του χρηματιστή, όπου ο Ανάργυρος εξαργύρωνε τις λίρες του. Όταν μαζεύει την εκατοστή, ο Ντίνος (Βαγγέλης Πρωτοπαππάς), ο υπάλληλος, που άκουσε πως ο Ανάργυρος έχει 100 λίρες στην κατοχή του, τον προσεγγίζει για να του προτείνει μία ατιμία: εφόσον τυγχάνει άριστος τεχνίτης, του προτείνει να φτιάξει κάλπικες λίρες κι εκείνος να τις διοχετεύσει στην αγορά. Ο Ανάργυρος αρχικά αρνείται.
Αργότερα, ο Ντίνος, καθότι εργένης ο Ανάργυρος, του θίγει το θέμα του έρωτα, κι ότι με τα λεφτά έρχονται και οι γυναίκες. Έτσι, του γνωρίζει τη Φιφή (Ίλυα Λιβυκού), μία χωρισμένη γυναίκα, που είχε παντρευτεί έναν πλούσιο άντρα. Παρ' όλα αυτά, η Φιφή είναι, παράλληλα, ερωμένη του Ντίνου, και στήνουν παγίδα στον Ανάργυρο. Εκείνη, όμως, προδίδει και τον Ντίνο και πουλάει έρωτα στον Ανάργυρο, για να τον πείσει να φτιάξει κάλπικες λίρες, καθότι σε λίγο θα χάσει τα όποια πλούτη είχε αποκομίσει από τον πλούσιο γάμο της. Ο αφελής Ανάργυρος δέχεται.
Έτσι, στήνουν στο υπόγειο του σπιτιού της ένα μικρό εργαστήρι για την κατασκευή των λιρών. Ο Ανάργυρος σπαταλά και τις 100 λίρες που είχε, για να εξοπλίσει το εργαστήρι του. Όταν, λοιπόν, κάποια στιγμή φτιάχνει τη κάλπικη λίρα, πριν προχωρήσουν, θέλουν να τη δοκιμάσουν στην αγορά. Η δοκιμή αποτυχαίνει, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται από τον ήχο της ότι είναι κάλπικη. Κατόπιν, ο Ντίνος συλλαμβάνεται από την αστυνομία για κλοπές στο γραφείο όπου δουλεύει, πράγμα που δεν γνώριζε ο Ανάργυρος, που όταν βλέπει τη σύλληψη του κόβονται τα πόδια, καταστρέφει όλο τον εξοπλισμός του εργαστηρίου και εγκαταλείπει τη Φιφή. Παρ' όλα αυτά, γνωρίζει έναν Ελληνοαμερικάνο, ο οποίος τον θέλει για να φιλοτεχνήσει το τέμπλο της εκκλησίας του χωριού του. Αυτό είναι ένα όνειρο ζωής για τον Ανάργυρο. Η κάλπικη λίρα του μένει και, καθώς δεν θέλει να την καταστρέψει, τη δίνει σε έναν τυφλό ζητιάνο, ο οποίος μόνο τυφλός δεν είναι και καταλαβαίνει πως πρόκειται περί κάλπικης.
2η Ιστορία
Η δεύτερη ιστορία ξεκινά με τον «τυφλό» ζητιάνο (Μίμης Φωτόπουλος) να προσπαθεί να απαλλαγεί από την κάλπικη λίρα. Εις μάτην όμως. Χάνει μία ολόκληρη μέρα χωρίς να καταφέρει τίποτα. Έτσι, όταν βραδιάζει, γυρνά στη γνωστή του γωνία, η οποία, προς έκπληξή του, είναι πιασμένη από τη Μαρία (Σπεράντζα Βρανά), μία ιερόδουλη. Η Μαρία καταλαβαίνει πως δεν είναι τυφλός επειδή, όταν σκύβει να δει το καλσόν της, ο «τυφλός» καρφώνει τα μάτια του εκεί πέρα. Κατόπιν ξεκινά ένας μεγάλος καβγάς μεταξύ τους.
Η διαμάχη συνεχίζεται και τις επόμενες μέρες για το ποιος θα αποχωρίσει από εκείνη τη θέση: ο ένας χαλάει τη δουλειά του άλλου. Παρ' όλα αυτά, όταν έρχεται ο αστυφύλακας (Κώστας Βλαχόπουλος), κανείς δεν καταδίδει τον άλλον. Παράλληλα, ο τυφλός χάνει και την ημέρα του, προσπαθώντας να απαλλαγεί από τη λίρα. Σαν τελευταία λύση, εφόσον είχε απογοητευτεί, σκέφτεται να τη δώσει στη Μαρία. Όταν η Μαρία βλέπει τη λίρα ενθουσιάζεται και προτίθεται να κάνει έρωτα μαζί του. Το επόμενο πρωί, όμως, η Μαρία, παρά την αλλαγμένη προς αυτή διάθεση του ζητιάνου, ζητά τη λίρα, η οποία όμως είχε ξεγλιστρίσει από τη σκισμένη τσέπη του «τυφλού». Κατόπιν, της αποκαλύπτει πως, έτσι κι αλλιώς, ήταν κάλπικη και ξεκινά κι άλλος μεγάλος καβγάς, ο οποίος διακόπτεται από τον αστυφύλακα. Στη γωνία, τέλος, δεν εμφανίζεται ποτέ ξανά, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος.
3η Ιστορία
Η τρίτη ιστορία ξεκινά με μία άπορη οικογένεια, η οποία ζει φτωχικά αλλά ευτυχισμένα από τη δουλειά του Αναστάση (Λαυρέντης Διανέλλος), του πατέρα, που είναι μπογιατζής. Η Φανίτσα (Μαρία Καλαμιώτου) είναι η κορούλα του μπογιατζή. Ο Αναστάσης, όποτε δεν έχει δουλειά, προσφέρεται στους καταστηματάρχες, όπου χρωστάει, να τους μπογιατίσει το μαγαζί για να πατσίσουν. Ο μόνος που δεν θέλει άσπρισμα για να πατσίσουν είναι ο σπιτονοικοκύρης του, ο Βασίλης Μαυρίδης (Ορέστης Μακρής), ο οποίος τον απειλεί ότι, αν δεν πάρει τα χρωστούμενα νοίκια του, θα τους φέρει κλητήρα και θα τους κάνει έξωση. Όταν η Φανίτσα δεν τρώει το φαγητό της, ο πατέρας της τη φοβίζει ότι θα έρθει ο Μαυρίδης, που «ως γνωστό τρώει παιδιά» (όπως της λέει) και θα φάει και εκείνη. Έτσι, η Φανή μέχρι και εφιάλτες βλέπει με τον Μαυρίδη και στο παιδικό της μυαλό φαίνεται πιο φοβερός και από δράκο παραμυθιού.
Η Φανίτσα, πλέον, όποτε τον βλέπει αρχίζει να στριγγλίζει, χωρίς εκείνος να ξέρει το γιατί. Μία μέρα η οικογένεια Μαυρίδη έχει τραπέζι στον Κώστα, τον ανιψιό του Μαυρίδη. Ο Μαυρίδης τότε αρχίζει να φωνάζει στη γυναίκα του (Λέλα Πατρικίου) για το πόσο ακριβό είναι το κρέας, ενώ εκείνη αρχίζει να του κάνει παράπονα για αυτό το ελάττωμα, τη φιλαργυρία του, και, δείχνοντάς του την οικογένεια του Αναστάση, που παίζει με τη Φανή, του είπε ότι αυτοί είναι πιο «πλούσιοι» από αυτούς, γιατί είναι ευτυχισμένοι. Με τον Κώστα συζητούν για τις εξώσεις που προτίθεται να κάνει, όμως η γυναίκα του, τον παρακαλεί να μην κάνει έξωση στον Αναστάση για το κοριτσάκι τους, έτσι πάει ξανά να τους ζητήσει το νοίκι. Εκεί συναντά μόνο τη Φανίτσα, η οποία από τον τρόμο της μπαίνει κάτω από το κρεβάτι για να σωθεί. Ο Μαυρίδης τη ρωτά γιατί αντιδράει έτσι, και εκείνη του λέει ό,τι ακούει από τους μεγάλους: «ότι τρώει ανθρώπους», «ότι τους ρουφάει το αίμα», «ότι θα πεθάνει και θα τα πάρει μαζί του», και άλλα τέτοια. Ο Μαυρίδης γίνεται έξαλλος από αυτά που ακούει και, τελικά, τους πηγαίνει δικαστικώς με απόφαση, αν έως το τέλος του μήνα δεν πληρώσουν, να τους κάνει την έξωση.
Η μοίρα όμως παίζει περίεργο παιχνίδι στον Αναστάση (όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο αφηγητής), και πεθαίνει πριν προλάβει να ξεχρεώσει. Έτσι, η μητέρα (Λούλα Ιωαννίδου) ξεκινά να ξενοπλένει ρούχα, κι αφού αρρωσταίνει κι αυτή, η Φανίτσα κλέβει λουλούδια από τους τάφους του νεκροταφείου για να τα πουλάει. Ωστόσο, φτάνουν τα Χριστούγεννα και η Φανίτσα σκέφτεται τον πατέρα της, που της είχε πάρει μία κούκλα δώρο. Η τύχη, παρ' όλα αυτά, την φέρνει στη λίρα που είχε χάσει ο ζητιάνος και, δείχνοντάς την στη μητέρα της, της λέει εκείνη να πάει να της τη χαλάσουν, όμως κανείς δεν θέλει γιατί είναι κάλπικη. Επιστρέφοντας στο σπίτι βουρκωμένη, τη βλέπει ο Μαυρίδης, και αναρωτιέται γιατί κλαίει. Τότε εκείνη του λέει όλη την ιστορία κι ακόμη ότι η λίρα είναι κάλπικη και εκείνος της χαλάει τη λίρα, έτσι κι αλλιώς, και της δίνει και τα ψώνια που κρατάει για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, με μοναδικό αντάλλαγμα ένα φιλί. Τέλος, τον βλέπει η γυναίκα του ακόμα έξω από το σπίτι και του ζητά φλουρί για τη βασιλόπιτα, εκείνος της δίνει εκείνη την κάλπικη λίρα, την οποία κερδίζει ένα νιόπαντρο ζευγάρι, η Αλίκη (Έλλη Λαμπέτη) και ο Παύλος (Δημήτρης Χορν).
4η Ιστορία
Η τέταρτη και τελευταία ιστορία ξεκινά στη φτωχική σοφίτα του Παύλου, ενός ζωγράφου, που κάνει μποέμικη ζωή. Μαζί του μένει και η γυναίκα του, η Αλίκη, κόρη πλούσιας οικογένειας, από την οποία όμως έχει αποκληρωθεί λόγω της απόφασής της να παντρευτεί έναν άσημο ζωγράφο.[9] Οι οικονομίες τους δεν φτάνουν ούτε για τα βασικά, αλλά υπάρχει μεγάλη αγάπη μεταξύ τους. Μία φορά, λοιπόν, καθώς η Αλίκη αγκαλιάζει τον Παύλο του λέει: σ' αγαπώ. Εκείνος εμπνέεται από το γυναικείο πρόσωπο, που τόσο αγνά και αληθινά λέει σ' αγαπώ, και αποφασίζει να απαθανατίσει αυτό το βλέμμα, ζωγραφίζοντάς το. Εκείνη τη λίρα που έχουν κερδίσει από τον θείο του Παύλου, τον Μαυρίδη, τη βάζουν σε έναν κουμπαρά, παίρνοντας όρκο να μη τη χαλάσουν ποτέ, ως δείγμα που αντικατοπτρίζει την αγάπη τους.
Για μέρες η Αλίκη κάθεται εκεί και του λέει σ' αγαπώ, αλλά αυτός ο πίνακας ποτέ δεν τελειώνει, γιατί κι ο Παύλος την αγαπά, κι όλο αρχίζουν τις αγκαλιές. Παράλληλα, τα πράγματα όλο και δυσκολεύουν, οι μαγαζάτορες του κόβουν και την πίστωση, ενώ τους έχουν κόψει και το ρεύμα και το αέριο. Τη λίρα όμως, δεν τη χαλάνε. Ο Παύλος σαν μποέμ καλλιτέχνης που είναι δεν θέλει να δουλέψει και, μετά από συζήτηση, ο Παύλος λέει στην Αλίκη ότι οι καλλιτέχνες καλύτερα να μην παντρεύονται. Εν συνεχεία, όμως, ο Παύλος πηγαίνει τελικά και βάφει μία ταβερνίτσα στην Πλάκα, της οποίας ο ιδιοκτήτης (Βασίλης Αφεντάκης) ζητά από τον Παύλο να ζωγραφίσει στον τοίχο ένα κίτρινο φεγγάρι. Γυρίζοντας όμως η Αλίκη έχει φύγει, αφήνοντας ένα γράμμα, στο οποίο του γράφει πως δεν θέλει να σταθεί εμπόδιο στην τέχνη του, ενώ, τέλος, ημιτελής έμεινε και ο πίνακας «σ' αγαπώ».
Ο καιρός περνά και η Αλίκη, που έχει γυρίσει στον πατέρα της, του κάνει τη χάρη να παντρευτεί τον Δημήτρη (Ζώρας Τσάπελης), έναν οικογενειακό, πλούσιο, φίλο. Ωστόσο, δεν σταματά ποτέ να αγαπά τον Παύλο. Μετά το ταξίδι του μέλιτος, η Αλίκη πηγαίνει με τον Δημήτρη, τον άντρα της, σε εκείνη την ταβέρνα, όπου ο Παύλος είχε ζωγραφίσει αρχικά ένα κίτρινο φεγγάρι και αργότερα την είχε βάψει. Εκεί, ρωτά τον ταβερνιάρη για τον Παύλο κι εκείνος της λέει ότι ακόμα είναι ο ίδιος κι ότι ακόμα πεινάει, ενώ, τέλος, της λέει ότι ετοιμάζει έκθεση με τους πίνακές του. Στην έκθεση αυτή, υπάρχει και ο πίνακας «σ' αγαπώ». Αυτό δεν αρέσει στον Δημήτρη: να «εκθέτουν» τη γυναίκα του. Έτσι πηγαίνει να τον αγοράσει, αλλά ο πίνακας δεν πουλιέται. Όταν ο Παύλος τους βλέπει, λέει: Δεν πουλιέται, κύριε. Μπορεί κάποτε να πουλήθηκε το μοντέλο αλλά ο πίνακας, όχι. [10] Αργότερα, η Αλίκη απποκτά και παιδί.
Ο Παύλος, όμως, αν και γίνεται ένας διάσημος ζωγράφος, συνέχισε να ζει μποέμικα. Έτσι, σκέφτεται να σπάσει τον κουμπαρά για να χαλάσει τη λίρα. Προς έκπληξή του, όμως, του λένε πως τελικά είναι κάλπικη. Εφτά χρόνια περνούν και ο Παύλος συναντά ξανά την Αλίκη. Της λέει ότι η λίρα ήταν, τελικά, κάλπικη, αλλά εκείνη λέει πως ο έρωτάς τους δεν ήταν κι αυτός κάλπικος. Οι δύο νέοι, αν και ο ένας αγαπά τον άλλον ακόμα, τραβούν ξανά για τις ζωές τους, με τον Παύλο να πετάει κάτω στον δρόμο τη λίρα.
Επίλογος
Η ταινία κλείνει με τον αφηγητή να λέει: «Αν και κάλπικη δεν είναι η λίρα σε αυτή την ιστορία... κάλπικο είναι, γενικά, το χρήμα...»
Διανομή ρόλων
- Αφηγητής
1η Ιστορία
|
2η Ιστορία
|
3η Ιστορία
|
4η Ιστορία
|
Παραγωγή
Η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στα στούντιο της Ανζερβός. Τα γυρίσματα της ταινίας ξεκίνησαν το 1954,[1] ενώ και τα μέσα που διατέθηκαν ήταν πενιχρά.[7] Εν συνεχεία, τη διεύθυνση παραγωγής την ανέλαβε ο Γιώργος Τζαβέλλας, με βοηθό τον Εμμανουήλ Καλογερόπουλο. Η σκηνοθεσία φέρει την υπογραφή του ιδίου, σε δικό του σενάριο, ενώ ο βοηθός σκηνοθέτη ήταν ο Ναπολέων Ελευθερίου. Ωστόσο, την παραγωγή πλαισίωσαν και μερικοί ακόμα, όπως στη διεύθυνση της φωτογραφίας οι Κώστας Θεοδωρίδης και Γιώργος Τσαούλης με βοηθό τον Γρηγόρη Δανάλη, το μοντάζ ο Κώστας Τσαούλης, τη σκηνογραφία ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος, την ηχοληψία ο Τάκης Κόντος, με τεχνικό ήχου τον Γιώργο Νιαγάσα. Και το μακιγιάζ το ανέλαβε ο Νίκος Βαρβερής.[11] Τέλος, η μουσική σύνθεση ανήκει στον Μάνο Χατζιδάκι.[12]
Κάστινγκ
Η ταινία, πέρα από τη σκηνοθετική σφραγίδα του Γιώργου Τζαβέλλα, πλαισιώθηκε κι από ένα αξιόλογο καστ. Οι ηθοποιοί ανήκαν στην αφρόκρεμα της εποχής.[1] Οι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν στην ταινία θεωρούνται, έως και σήμερα, ανάμεσα στους καλύτερους Έλληνες ηθοποιούς, όπως ο Βασίλης Λογοθετίδης, που ήταν ένας από τους καλύτερους Έλληνες κωμικούς της εποχής, μετά την ταινία Οι Γερμανοί ξανάρχονται (κ.ά.), όπως η Ίλυα Λιβυκού, που διακρινόταν ως κινηματογραφικό ζευγάρι με τον Λογοθετίδη, όπως ο Μίμης Φωτόπουλος με ταινίες όπως Ο γρουσούζης, το Εκατό χιλιάδες λίρες, οι Απάχηδες των Αθηνών (κ.ά), η Σπεράντζα Βρανά με το Η ωραία των Αθηνών, ο Ορέστης Μακρής με μία από τις σημαντικότερες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, Ο μεθύστακας,[13] ενώ, τέλος, το δίδυμο Δημήτρη Χορν και Έλλης Λαμπέτη που είχε πρωταγωνιστήσει σε πολλές θεατρικές παραστάσεις.
Σενάριο και θέμα
Η ταινία αυτή είναι η πρώτη σπονδυλωτή ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.[14] Το σενάριο γράφτηκε εξ ολοκλήρου από τον Γιώργο Τζαβέλλα και, μέσα στις τέσσερις αυτόνομες ιστορίες, υπάρχει και η αφήγηση από τον Δημήτρη Μυράτ. Οι επιρροές του Τζαβέλλα είναι εμφανείς και προέρχονται από τον ιταλικό νεορεαλισμό.[15] Η ταινία είναι καθαρά ηθογραφική,[16] αν και, όπως ο αφηγητής αναφέρει στην αρχή, η ταινία έχει δόσεις χιούμορ, αισθήματος και δράματος:
«Δυστυχώς όμως, ως που ν'άρθει εκείνη η ευτυχισμένη στιγμή, που θα καταφέρω να απαλλαγώ από το αμφίβολο βάρος της, θα εξακολουθεί να βρίσκεται πάντα στο βάθος της τσέπης μου, για να μου διηγείται την ιστορία της· μία ιστορία παράξενη, άλλοτε σοβαρή, άλλοτε εύθυμη και καμιά φορά δραματική».
Το θέμα της ταινίας δεν είναι άλλο από το ότι το μόνο κάλπικο είναι ο παράς. Ένα μοτίβο που επιβεβαιώνεται στο τέλος κάθε ενός από τα τέσσερα σκετς της ταινίας. Ενώ, μέσα από τις ιστορίες απλών ανθρώπων που τους συνδέει μόνο αυτή εδώ η λίρα, η ταινία θέλει να δείξει ότι η ατέλειωτη αναζήτηση των ανθρώπων για χρήματα μπορεί, τελικά, μία γνήσια και ωραία ζωή, να την οδηγήσει σε κάλπικη.[16]
Κριτική
- Παλιές
Παλαιότερη κριτική από το περιοδικό Κινηματογραφικός Αστήρ:[17]
Εν συνεχεία προεβλήθη στο "Ίρις" και απέδωσεν επί τέσσαρας συνεχείς εβδομάδας 34.000 εισιτήρια με τιμήν 10 δρχ. αντί της συνήθους των 5 δρχ. Εις το "Παλλάς" του Πειραιώς εσημείωσεν 48.836 εισιτήρια. Επίσης με ηυξημένον εισιτήριον προεβλήθη εις τους κιν/φους "Ατθίς" Αθηνών, "Βαλκάνια" Πειραιώς, "Ορφεύς" Κοκκινιάς, πραγματοποιήσασα διπλάσια των συνήθων εισιτήρια. Καταπληκτική ήτο επίσης η επιτυχία εις Θεσσαλονίκην όπου προεβλήθη δια 4ην εβδομάδα εις τα "Ηλύσια" με υπερτιμημένον εισιτήριον.
Εις Καβάλαν, Σέρρας, Ηράκλειον, Λάρισαν, Βόλον και Πάτρας εδημιούργησε ρεκόρ ελληνικών και ξένων ταινιών με ηυξημένον εισιτήριον κατά 25%. Λαμβανομένης υπ' όψιν αυτής της αυξήσεως της τιμής των εισιτηρίων και του γεγονότος ότι η διάρκεια της προβολής είναι άνω των δύο ωρών, η απόδοσις της κινήσεως πρέπει να θεωρηθή ηυξημένη τουλάχιστον κατά 50% πλέον των πραγματοποιουμένων συνήθως εισιτηρίων.
- Νέες
Νεότερη κριτική από το Αθηνόραμα:[18]
Σπιρτόζικο και πικρό χιούμορ, μελόδραμα και κοινωνικό δράμα συνδυάζονται ισορροπημένα σε μια ηθογραφία που ξεπερνά τα στερεότυπα και κατακτά ένα στιλάτο ρεαλισμό, σχολιάζοντας την ανθρώπινη ματαιοδοξία και "τον παρά, που είναι πάντα κάλπικος". Μεγάλη εμπορική επιτυχία και ζηλευτή διεθνής καριέρα για μια ταινία που παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις ωριμότερες στιγμές της ελληνικής κινηματογραφικής Ιστορίας. Η ταινία προβάλλεται ψηφιακά επεξεργασμένη και ανακαινισμένη στην εντέλεια.
Επίσης, στην IMDb, η ταινία έχει υψηλή βαθμολογία που φτάνει το 8.7/10,[19] ενώ στο Rotten Tomatoes έχει 94%, μόνο από το κοινό όμως, και όχι από τους κριτικούς.[20] Επίσης, στο Cine.gr έχει 7.93/10.
Εισπράξεις
Η ταινία, παρά τα πενιχρά της μέσα, ήταν επιτυχημένη, καθώς τη σεζόν που προβλήθηκε στις αίθουσες των κινηματογράφων έκοψε 211.780 εισιτήρια, ρεκόρ για την εποχή.[21]
Βραβεία και διακρίσεις
Μία από τις μεγαλύτερες διακρίσεις της ταινίας υπήρξε αυτή του Ζορζ Σαντούλ, που την κατατάσσει μέσα στις 1.000 καλύτερες ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, όλων των εποχών.[14] Ενώ στην 1η Ιανουαρίου του 1985, 28 κριτικοί τη συμπεριέλαβαν μέσα στις 10 καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών.[11]
Ήταν, επίσης, βεβαίως και η πρώτη μεγάλη διεθνής επιτυχία του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ όπου κι αν "ταξίδεψε" την υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1955, στη Σοβιετική Ένωση, προβλήθηκε σε 1.000 κινηματογραφικές αίθουσες ταυτόχρονα.[14]
- Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βενετίας
- Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Μπάρι
- Βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Μόσχας
- Επίσημη συμμετοχή στo Φεστιβάλ των Καννών
- Επίσημη συμμετοχή στo Φεστιβάλ Karlovy Vary
Επανακυκλοφορία
Στις 15 Απριλίου του 2012, η ταινία επανακυκλοφόρησε στις αίθουσες των κινηματογράφων.[22] Γεγονός που αποτελούσε μία ακόμα πρωτοπορία για την ταινία, καθώς τέτοια επανακυκλοφορία δεν είχε ξαναγίνει σε ελληνική ταινία.[23] Αυτή την πρωτοβουλία την πήρε ο κινηματογραφικός οργανισμός Καραγιάννης - Καρατζόπουλος, που ανέλαβε την ψηφιοποίηση της ταινίας.[12] Σε αυτή τη μορφή προστέθηκε και χρώμα, σε σκηνές όπου εμφανίζεται η λίρα.
Παραπομπές
Δείτε επίσης
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Wikiwand in your browser!
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.