Ελαστομερές
Ένα ελαστομερές είναι ένα πολυμερές με ιξωδοελαστικότητα (που έχει ταυτόχρονα ιξώδες και ελαστικότητα) και πολύ ασθενείς διαμοριακές δυνά / From Wikipedia, the free encyclopedia
Ένα ελαστομερές είναι ένα πολυμερές με ιξωδοελαστικότητα (που έχει ταυτόχρονα ιξώδες και ελαστικότητα) και πολύ ασθενείς διαμοριακές δυνάμεις και γενικά έχει χαμηλό Μέτρο Young και υψηλή έλλειψη τάσης συγκρινόμενο με άλλα υλικά. Ο όρος που προέρχεται από το ελαστικό πολυμερές, χρησιμοποιείται συχνά εναλλακτικά με τον όρο συνθετικό καουτσούκ, αν και ο δεύτερος προτιμάται όταν αναφέρεται στον βουλκανισμό. Καθένα από τα μονομερή που συνδέονται για να σχηματίσουν το πολυμερές συνήθως αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο, οξυγόνο και/ή πυρίτιο. Τα ελαστομερή είναι άμορφα πολυμερή που υπάρχουν πάνω από την υαλώδη θερμοκρασία μετάπτωσης τους, έτσι ώστε να είναι δυνατή σημαντική τμηματική κίνηση. Σε θερμοκρασίες περιβάλλοντος, τα ελαστικά είναι έτσι σχετικά μαλακά (E~3MPa) και μορφοποιήσιμα. Οι κύριες χρήσεις τους είναι για μονώσεις, κόλλες και καλουπωμένα εύκαμπτα τμήματα. Οι περιοχές εφαρμογής για διαφορετικούς τύπους ελαστικού είναι πολυάριθμες και καλύπτουν πολύ διαφορετικά υλικά όπως ελαστικά, σόλες παπουτσιών καθώς και στοιχεία απόσβεσης και μόνωσης. Η σημασία των ελαστικών μπορεί να κριθεί από το γεγονός ότι τα παγκόσμια εισοδήματα προβλέπεται να ανέλθουν στα US$56 δισεκατομμύρια το 2020.[1]