From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Γκόρντον Μπάνσαφτ (Gordon Bunshaft, 9 Μαΐου 1909- 6 Αυγούστου 1990) ήταν ένας από τους μοντέρνους αρχιτέκτονες που έγιναν γνωστοί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Αμερική, την ίδια περίοδο με άλλους αρχιτέκτονες όπως ο Αλβάρ Αάλτο (Alvar Aalto) και ο Λούις Καν (Louis I. Kahn).
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Γκόρντον Μπάνσαφτ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Gordon Bunshaft (Αγγλικά) |
Γέννηση | 9 Μαΐου 1909[1][2][3] Μπάφαλο |
Θάνατος | 6 Αυγούστου 1990[1][2][3] Νέα Υόρκη |
Χώρα πολιτογράφησης | Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Αγγλικά[4] |
Σπουδές | Τεχνολογικό Ινστιτούτο Μασαχουσέτης Lafayette High School |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | αρχιτέκτονας[5] |
Αξιοσημείωτο έργο | Lever House Solow Building Warren McGuirk Alumni Stadium |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Βραβεύσεις | βραβείο Πρίτσκερ (1988 και 1988) Εταίρος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτόνων |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Γκόρντον Μπάνσαφτ γεννήθηκε στο Μπάφφαλο της Νέας Υόρκης στην Αμερική. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας στην Μασαχουσέτη (Massachusetts Institute of Technology, MIT) από το 1928 παίρνοντας το bachelor πτυχίο του το 1933 και το master δύο χρόνια αργότερα. Η συνεργασία του με τον Λούις Σκίντμουρ (Louis Skidmore) ξεκίνησε το 1937 στο γραφείο των Skidmore & Owings στην Νέα Υόρκη. Μετά το πέρας της στρατιωτικής του θητείας, έγινε το 1949 επίσημος συνεργάτης με την Skidmore Owings & Merrill, αναλαμβάνοντας το γραφείο τους στην Νέα Υόρκη μέχρι την σύνταξή του το 1979.
Στην φίρμα του ο Μπάνσαφτ ήταν ένας δημιουργικός σχεδιαστής, απαιτητικός επαγγελματίας, υπεύθυνος της σχεδιαστικής ομάδας και σύμβουλος, ενώ παράλληλα πιστεύει πολύ στις συνεργασίες και την ομαδικότητα. Από το 1963 μέχρι το 1972 ήταν μέλος της Fine Art Commission στην Νέα Υόρκη. Ο ίδιος ήταν παθιασμένος συλλέκτης έργων τέχνης, ενώ υπηρέτησε και σε επιτροπές ζωγραφικής και γλυπτικής.
Ο Μπάνσαφτ ήταν ένας μοντερνιστής ο οποίος επηρεάστηκε αρκετά από μεγάλα ονόματα όπως ο Le Corbusier και ο Mies van der Rohe.
Ο ίδιος ήταν η αιτία της πρόωρης φήμης της Skidmore Owings & Merrill (SOM) που μάλιστα άσκησαν μεγάλη επιρροή στην Αμερικανική αρχιτεκτονική. Οι δημιουργίες αυτού και της φίρμας του αντιστέκονται στην κριτική του μοντερνισμού που εξαπλώνεται σε Ευρώπη και Αμερική το δεύτερο μισό του 20ου αι. καθώς εμπνέουν έντονες αντιδράσεις. Οι SOM ασχολήθηκαν με 38 κτίρια με σχεδιαστή τον Μπάνσαφτ, 12 από τα οποία κέρδισαν το 1ο τιμητικό βραβείο από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτόνων.
Για το σύνολο του έργου του βραβεύτηκε με το 1ο χρυσό μετάλλιο της Αμερικανικής Ακαδημίας και Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών (Gold Medal of the American Academy and the Institute of Arts and Letters).
Αρκετά από τα έργα του έμειναν στο χαρτί αλλά ο ίδιος υποστήριζε ότι «ο μόνος τρόπος για να κρίνεις την αρχιτεκτονική σύνθεση είναι να δεις το κτίριο κτισμένο», γι’ αυτόν «τα αρχιτεκτονικά σχέδια δεν είναι αρχιτεκτονική, δείχνουν την κατεύθυνση αλλά όχι το πώς θα είναι στ’ αλήθεια το κτίριο». Στα τέλη του 20ου αι. χρησιμοποιεί συχνά το ενισχυμένο σκυρόδεμα που δίνει στα κτίρια την αίσθηση του βάρους, ενώ αρκετά έργα του βγάζουν μία επισημότητα με απαλά χρώματα και σχολαστικές λεπτομέρειες. Τα τελευταία κτίρια του, που ολοκληρώθηκαν το 1970 με αρχές 1980 είναι μεγάλων διαστάσεων μνημειώδη έργα στα οποία η γεωμετρική φόρμα καλύπτει την εσωτερική πολυπλοκότητα.
Το έργο που του πρόσφερε την παγκόσμια αναγνώριση ήταν το Lever House, στην Νέα Υόρκη, που ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβρη του 1951 και άνοιξε 4 μήνες αργότερα, ένα ορόσημο του μεταπολεμικού διεθνούς στυλ ουρανοξυστών επικαλυπτόμενους από τζάμι. Το περιοδικό "Life" ανέφερε πως οδηγοί ταξί και πεζοί μείωναν την ταχύτητα τους καθώς περνούσαν από μπροστά του. Ο συγγραφέας της Bussiness Week θαύμασε ενα νέο είδος εργασιακού περιβάλλοντος όπου ήταν «δύσκολο να πεις αν βρίσκεσαι σε ένα μοντέρνο κτίριο γραφείων ή σε ένα ξενοδοχείο». Το Architectural Record το επέλεξε το 1956 ως το 3ο σημαντικότερο κτίριο που είχε ανεγερθεί τον περασμένο αιώνα. Το 1964 ο ιστορικός αρχιτεκτονικής John Jacobus αξιολόγησε το Lever House ως «μία από τις πρώτες επιτυχημένες εμπορευματοποιησεις της γεωμετρίας του μετάλλου και του τζαμιού του Mies van der Rohe».
Το αντικείμενο αυτού του επαίνου είναι ένα κτίριο που μπορεί μετά βίας να χαρακτηρισθεί ως ουρανοξύστης ανάμεσα στις τόσο ψηλές κατασκευές της Νέας Υόρκης. Καταλαμβάνει το μέτωπο της λεωφόρου Park Avenue, ενώ έχει σαν γενικό χαρακτηριστικό του καθαρές επίπεδες όψεις με οριζόντια μακρόστενα ανοίγματα από πράσινο γυαλί. Η είσοδος γίνεται απο μία πλατεία η οποία μάλιστα βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου, το οποιο στηρίζει περιμετρικά απ' αυτήν τους ορόφους του πάνω σε τετράγωνες κολώνες με ατσάλινη επένδυση. Όπως και άλλα πρωτοποριακά κτίρια γραφείων, έτσι κι αυτό στηρίχθηκε σε ένα πρόγραμμα που θα μπορούσε να είναι ικανοποιητικό με έναν προοδευτικό τρόπο και με μία πελατειακή θέληση να γίνει κάτι καινούργιο.
Μερικά από τα πιο σημαντικά έργα του:
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.