Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος των ετών 894-896
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος των ετών 894–896 (βουλγαρικά: Българо–византийска война от 894–896) διεξήχθη μεταξύ του Βουλγαρικού βασιλείου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ως αποτέλεσμα της απόφασης του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ να μεταφέρει τη βουλγαρική αγορά από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που θα αύξανε σημαντικά τα έξοδα των Βουλγάρων εμπόρων.
Μετά την ήττα του Βυζαντινού στρατού στα πρώτα στάδια του πολέμου το 894 ο Λέων ΣΤ΄ ζήτησε βοήθεια από τους Μαγυάρους, που τότε κατοικούσαν στις στέπες στα βορειοανατολικά της Βουλγαρίας. Με τη βοήθεια του Βυζαντινού ναυτικού το 895 οι Μαγυάροι εισέβαλαν στη Ντομπρουτζά και νίκησαν τα βουλγαρικά στρατεύματα. Ο Συμεών Α΄ ζήτησε εκεχειρία και σκόπιμα παρέτεινε τις διαπραγματεύσεις με τους Βυζαντινούς μέχρι να εξασφαλίσει τη βοήθεια των Πετσενέγων. Ανάμεσα στους Βούλγαρους και τους Πετσενέγους, οι Μαγυάροι υπέστησαν μία συντριπτική ήττα από τον βουλγαρικό στρατό και αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν προς τα δυτικά, όπου εγκαταστάθηκαν στην Παννονία.
Με την εξάλειψη της απειλής των Μαγυάρων, ο Συμεών Α΄ οδήγησε τους στρατιώτες του στο νότο και διέλυσε τον Βυζαντινό στρατό στη μάχη του Βουλγαρόφυγου το καλοκαίρι του 896, η οποία ανάγκασε το Βυζάντιο να συμφωνήσει με τους βουλγαρικούς όρους. Ο πόλεμος τελείωσε με μία συνθήκη ειρήνης, που αποκατέστησε τη βουλγαρική αγορά στην Κωνσταντινούπολη και επιβεβαίωσε την κυριαρχία της Βουλγαρίας στα Βαλκάνια. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να καταβάλει στη Βουλγαρία ετήσιο φόρο τιμής ως αντάλλαγμα για την επιστροφή αιχμαλωτισμένων Βυζαντινών στρατιωτών και πολιτών. Βάσει της συνθήκης, οι Βυζαντινοί παραχώρησαν επίσης μία περιοχή μεταξύ της Μαύρης Θάλασσας και των βουνών Στράντζα στη Βουλγαρία. Παρά τις πολλές παραβιάσεις, η συνθήκη διήρκεσε επίσημα μέχρι το τέλος του Λέοντα ΣΤ΄ το 912.