Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος ετών 913-927
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο Βυζαντινο-Βουλγαρικός πόλεμος των ετών 913 – 927 (βουλγαρικά: Българо–византийска война от 913–927) έγινε μεταξύ της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για περισσότερο από μία δεκαετία. Αν και ο πόλεμος προκλήθηκε από την απόφαση τού Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλέξανδρου να σταματήσει να πληρώνει ετήσιο φόρο υποτέλειας στη Βουλγαρία, τη στρατιωτική και ιδεολογική πρωτοβουλία είχε ο Συμεών Α΄ της Βουλγαρίας, ο οποίος ζήτησε να αναγνωριστεί ως τσάρος και κατέστησε σαφές, ότι δεν είχε στόχο να κατακτήσει μόνο την Κωνσταντινούπολη, αλλά και την υπόλοιπη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Το 917, ο βουλγαρικός στρατός επέφερε μία συντριπτική ήττα στους Βυζαντινούς στη μάχη τού Αχελώου, με αποτέλεσμα την πλήρη στρατιωτική υπεροχή της Βουλγαρίας στα Βαλκάνια. Οι Βούλγαροι νίκησαν ξανά τους Βυζαντινούς στους Κατασύρτες το 917, στις Πηγές το 921 και στην Κωνσταντινούπολη το 922. Οι Βούλγαροι κατέλαβαν επίσης τη σημαντική Αδριανούπολη στη Θράκη και κατέλαβαν την πρωτεύουσα τού θέματος της Ελλάδος, τη Θήβα, βαθιά στη νότια Ελλάδα. Μετά την καταστροφή στον Αχελώο, η βυζαντινή διπλωματία υποκίνησε το πριγκιπάτο της Σερβίας να επιτεθεί στη Βουλγαρία από τα δυτικά, αλλά αυτή η επίθεση συγκρατήθηκε εύκολα. Το 924 οι Σέρβοι έστησαν ενέδρα και νίκησαν έναν μικρό βουλγαρικό στρατό στην πορεία του προς τη Σερβία, προκαλώντας μία μεγάλη εκστρατεία αντιποίνων, που έληξε με την προσάρτηση της Σερβίας από τη Βουλγαρία στα τέλη τού ίδιου έτους.
Ο Συμεών Α΄ γνώριζε ότι χρειαζόταν ναυτική υποστήριξη για να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη, και το 922 έστειλε απεσταλμένους στον χαλίφη των Φατιμιδών Ουμπαγιάντ Αλλάχ αλ-Μαχντί Μπιλάχ στη Mαχντία, για να διαπραγματευτεί τη βοήθεια τού ισχυρού αραβικού ναυτικού. Ο χαλίφης συμφώνησε να στείλει τους δικούς του αντιπροσώπους στη Βουλγαρία για να κανονίσουν μία συμμαχία, αλλά οι απεσταλμένοι του αιχμαλωτίστηκαν καθ' οδόν από τους Βυζαντινούς κοντά στις ακτές της Καλαβρίας. Ο Αυτοκράτορας Ρωμανός Α΄ Λεκαπηνός κατάφερε να αποτρέψει μία Βουλγαρο-αραβική συμμαχία, γεμίζοντας τους Άραβες με γενναιόδωρα δώρα. Μέχρι το τέλος του, τον Μάιο του 927, ο Συμεών Α΄ έλεγχε σχεδόν όλες τις βυζαντινές κτήσεις στα Βαλκάνια, αλλά η Κωνσταντινούπολη παρέμενε μακριά του.
Το 927 και οι δύο χώρες είχαν εξαντληθεί από τις τεράστιες στρατιωτικές προσπάθειες, που είχαν βαρύνει τον πληθυσμό και την οικονομία. Ο διάδοχος τού Συμεών Α΄ Πέτρος Α΄ διαπραγματεύτηκε μία ευνοϊκή συνθήκη ειρήνης. Οι Βυζαντινοί συμφώνησαν να τον αναγνωρίσουν ως τσάρο της Βουλγαρίας και η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία να γίνει ανεξάρτητο Πατριαρχείο, καθώς και να καταβάλουν ετήσιο φόρο. Η ειρήνη ενισχύθηκε με έναν γάμο μεταξύ τού Πέτρου Α΄ και της εγγονής τού Ρωμανού, Ειρήνης Λεκαπηνής. Αυτή η συμφωνία εγκαινίασε μία 40ετή περίοδο ειρηνικών σχέσεων μεταξύ των δύο δυνάμεων, μία εποχή σταθερότητας και ευημερίας, τόσο για τη Βουλγαρία, όσο και για τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.