![cover image](https://wikiwandv2-19431.kxcdn.com/_next/image?url=https://upload.wikimedia.org/wikipedia/el/thumb/b/bc/%25CE%2592%25CE%25B1%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2587%25CE%25BF%25CE%25BC%25CF%2585%25CE%25BF%25CE%25BC%25CE%25B1%25CF%2587%25CE%25AF%25CE%25B1.jpeg/640px-%25CE%2592%25CE%25B1%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25B1%25CF%2587%25CE%25BF%25CE%25BC%25CF%2585%25CE%25BF%25CE%25BC%25CE%25B1%25CF%2587%25CE%25AF%25CE%25B1.jpeg&w=640&q=50)
Βατραχομυομαχία
αρχαία ελληνικά έπη / From Wikipedia, the free encyclopedia
Με τον τίτλο Βατραχομυομαχία είναι γνωστό κυρίως ένα μικρό εύθυμο έπος που σώθηκε ως τις μέρες μας από την αρχαία Ελλάδα. Είναι επίσης γνωστό και ως Βατραχομαχία, ή και ως Μυομαχία. Αποτελεί παρωδία της Ιλιάδας του Ομήρου. Σε 303 στίχους αφηγείται ένα λυσσαλέο πόλεμο μεταξύ των βατράχων ενός έλους και των γύρω ποντικών.
![Thumb image](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/el/thumb/b/bc/%CE%92%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%87%CE%BF%CE%BC%CF%85%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%AF%CE%B1.jpeg/320px-%CE%92%CE%B1%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%87%CE%BF%CE%BC%CF%85%CE%BF%CE%BC%CE%B1%CF%87%CE%AF%CE%B1.jpeg)
Η αφορμή του πολέμου
«Ξένε, μου, ποιος είσαι; Από που ήρθες στην ακτή; Πoιος ο πατέρας σου; Πες μου τα όλα αληθινά, μη σε πιάσω να μου αραδιάζεις ψέματα. Γιατί, αν νιώσω πως είσαι φίλος άξιος, θα σε πάω ίσια στο σπίτι μου· θα σου χαρίσω πολλά και όμορφα δώρα φιλοξενίας στο σπίτι.
Εγώ είμαι ο βασιλιάς Φυσίγναθος που μέσα σε αυτή τη λίμνη είμαι των βατράχων αρχηγός κι έχω τιμές σ΄ όλη τη ζωή μου. Μ΄ ανέθρεψε ο πατέρας μου ο Πηλέας,α[›] αφού πρώτα έσμιξε ερωτικά με την Υδρομέδουσα κοντά στις όχθες του ποταμού Ηριδανού.
Βλέπω πως και συ είσαι όμορφος και δυνατός απ΄άλλους πιο πολύ, σκηπτροφόρος βασιλιάς και στους πολέμους πολεμιστής· έλα λοιπόν όσο μπορείς πιο γρήγορα μίλα μου για το γένος σου»,
Σ΄ αυτόν τότε απήντησε ο Ψυχάρπαγας κι αυτά τα λόγια είπε:»[1]
«Ξένε, μου, ποιος είσαι; Από που ήρθες στην ακτή; Πoιος ο πατέρας σου; Πες μου τα όλα αληθινά, μη σε πιάσω να μου αραδιάζεις ψέματα. Γιατί, αν νιώσω πως είσαι φίλος άξιος, θα σε πάω ίσια στο σπίτι μου· θα σου χαρίσω πολλά και όμορφα δώρα φιλοξενίας στο σπίτι.
Εγώ είμαι ο βασιλιάς Φυσίγναθος που μέσα σε αυτή τη λίμνη είμαι των βατράχων αρχηγός κι έχω τιμές σ΄ όλη τη ζωή μου. Μ΄ ανέθρεψε ο πατέρας μου ο Πηλέας,α[›] αφού πρώτα έσμιξε ερωτικά με την Υδρομέδουσα κοντά στις όχθες του ποταμού Ηριδανού.
Βλέπω πως και συ είσαι όμορφος και δυνατός απ΄άλλους πιο πολύ, σκηπτροφόρος βασιλιάς και στους πολέμους πολεμιστής· έλα λοιπόν όσο μπορείς πιο γρήγορα μίλα μου για το γένος σου»,
Σ΄ αυτόν τότε απήντησε ο Ψυχάρπαγας κι αυτά τα λόγια είπε:»[1]
«Γιατί ζητάς το γένος μου να μάθεις;»[2]Αυτό είναι πολύ γνωστό ανάμεσα σ ΄όλους τους ανθρώπους, τους θεούς και τα πτηνά του ουρανού.
Ψιχάρπαγας είναι το όνομά μου· είμαι εγώ το παλικάρι του Τρωξάρτη, του τρανόκαρδου πατέρα μου· μητέρα μου η Λειχομύλη, η κόρη του βασιλιά Πτερνοτρώκτη. Σε μια καλύβα μέσα με γέννησε και με μεγάλωσε με νόστιμες τροφές, με σύκα, με καρύδια και με κάθε λογής καλά φαγώσιμα.
Πως να με κάνεις φίλο σου, αφού διόλου δε μοιάζουμε οι δυο μας; Εσύ ζεις μέσα στα νερά, ενώ εγώ το έχω συνήθειά μου να τρώω όσα έχουν οι άνθρωποι· εμένα δεν μου ξεφεύγει ποτέ ψωμί αφρόπλαστο που βρίσκεται μέσα σε ομορφόκυκλο πανέρι, ούτε η μακρόπεπλη πίτα η γεμάτη με πολύ σουσαμότυρο, ούτε κομμάτι από χειρόμερο, συκωτάκια ασπροντυ-μένα, ούτε τυρί φρεσκόπηχτο από γάλα νόστιμο καμωμένο, ούτε η καλή μελόπιτα, αυτή που οι μακάριοι θεοί ποθούν ούτε όσοι ετοιμάζουν οι μάγειροι για τα συμπόσια που κάνουν άνθρωποι.
μτφρ. Θεόδωρος Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος
Ψιχάρπαγας είναι το όνομά μου· είμαι εγώ το παλικάρι του Τρωξάρτη, του τρανόκαρδου πατέρα μου· μητέρα μου η Λειχομύλη, η κόρη του βασιλιά Πτερνοτρώκτη. Σε μια καλύβα μέσα με γέννησε και με μεγάλωσε με νόστιμες τροφές, με σύκα, με καρύδια και με κάθε λογής καλά φαγώσιμα.
Πως να με κάνεις φίλο σου, αφού διόλου δε μοιάζουμε οι δυο μας; Εσύ ζεις μέσα στα νερά, ενώ εγώ το έχω συνήθειά μου να τρώω όσα έχουν οι άνθρωποι· εμένα δεν μου ξεφεύγει ποτέ ψωμί αφρόπλαστο που βρίσκεται μέσα σε ομορφόκυκλο πανέρι, ούτε η μακρόπεπλη πίτα η γεμάτη με πολύ σουσαμότυρο, ούτε κομμάτι από χειρόμερο, συκωτάκια ασπροντυ-μένα, ούτε τυρί φρεσκόπηχτο από γάλα νόστιμο καμωμένο, ούτε η καλή μελόπιτα, αυτή που οι μακάριοι θεοί ποθούν ούτε όσοι ετοιμάζουν οι μάγειροι για τα συμπόσια που κάνουν άνθρωποι.
μτφρ. Θεόδωρος Μαυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος
Τόσο ο συγγραφέας όσο και ο χρόνος που συνεγράφη ειναι άγνωστα. Στους ελληνιστικούς χρόνους ως συγγραφέας αναφερόταν ο Όμηρος, όμως σήμερα αυτό αμφισβητείται ισχυρά. Εκτιμάται ότι ο χρόνος συγγραφής ειναι μεταξύ 6ου και 4ου αιώνα π.χ. αλλά ίσως και αργότερα, ως τον 2ο αιώνα π.Χ.[3]