Μεσαιωνική ευρωπαϊκή λογοτεχνική αντίληψη του έρωτα From Wikipedia, the free encyclopedia
Αυλικός έρωτας (γαλλικά: amour courtois, οξιτανικά: fin'amor) ή ευγενικός έρωτας ήταν μια μεσαιωνική ευρωπαϊκή λογοτεχνική αντίληψη του έρωτα που έδινε έμφαση στην ευγένεια, την αφοσίωση και τον ιπποτισμό. Η μεσαιωνική λογοτεχνία είναι γεμάτη με παραδείγματα ιπποτών που ξεκινούν περιπέτειες και εκτελούν διάφορα ανδραγαθήματα για κυρίες λόγω του «ευγενικού τους έρωτα».[1]
Αρχικά, ήταν ένα λογοτεχνικό θέμα στην ποίηση των τροβαδούρων της Νότιας Γαλλίας, στην Οξιτανία, που γράφτηκε για την ψυχαγωγία των ευγενών, αλλά σταδιακά, αυτές οι ιδέες για τον έρωτα εξαπλώθηκαν και έγιναν τρόπος ζωής για ένα μεγαλύτερο εγγράμματο κοινό. Στον Ύστερο Μεσαίωνα, γύρω από αυτές τις ιδέες αναπτύχθηκε ένα σύνολο κοινωνικών πρακτικών σε μια πολύ συγκεκριμένη κοινωνία, το περιβάλλον των πριγκιπικών αυλών και των ιπποτών. Αυτές οι αξίες θεωρήθηκαν ως εκπολιτιστική πρακτική, με συναισθήματα και συμπεριφορές ικανά να εξευγενίσουν και να εκπολιτίσουν τον άνθρωπο.
Ο αυλικός έρωτας ήταν μια εμπειρία μεταξύ ερωτικής επιθυμίας και πνευματικής και ψυχικής ανύψωσης, «μια αγάπη ταυτόχρονα παράνομη και ηθικά καθαγιασμένη, παθιασμένη και πειθαρχημένη, ταπεινωτική και εξυψωτική, ανθρώπινη και υπερβατική». Το θέμα εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την Ευρώπη, υμνήθηκε από τροβαδούρους, τρουβέρους και μενεστρέλους και ήταν επίσης δημοφιλές στους μεγάλους συγγραφείς, όπως ο Δάντης, ο Πετράρχης και ο Τζέφρι Τσώσερ.
Ο όρος «αυλικός έρωτας» αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1883 από τον φιλόλογο Γκαστόν Παρί και έκτοτε περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία ορισμών και χρήσεων. Η ερμηνεία, η προέλευση και οι επιρροές του συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο κριτικής συζήτησης.[2]
Η ιδέα του αυλικού έρωτα αναπτύχθηκε στις δουκικές και πριγκιπικές αυλές πέντε περιοχών: της Ακουιτανίας, της Προβηγκίας, της Καμπανίας, του δουκάτου της Βουργουνδίας και του Νορμανδικού Βασιλείου της Σικελίας στα τέλη του 11ου αιώνα, περίπου από την εποχή της Α΄ Σταυροφορίας (1099). Οι παλαιότερες αναφορές βρίσκονται στα λυρικά ποιήματα του Γουλιέλμου Θ', δούκας της Ακουιτανίας (1071–1126), ένας από τους πρώτους τροβαδούρους ποιητές. Η επιρροή της εγγονής του Ελεονόρας της Ακουιτανίας (1124–1204) ήταν καθοριστική: εισήγαγε τα ιδανικά του αυλικού έρωτα από την Ακουιτανία πρώτα στην αυλή της Γαλλίας και μετά στην Αγγλία (ήταν σύζυγος πρώτα του Λουδοβίκου Ζ' της Γαλλίας και στη συνέχεια του Ερρίκου Β' της Αγγλίας). Η κόρη της Μαρία, κόμισσα της Καμπανίας (1145–1198) μετέφερε την αυλική συμπεριφορά στην αυλή της Καμπανίας.[3]
Οι ποιητές υιοθέτησαν την ορολογία της φεουδαρχίας, ανακηρύσσοντας τους εαυτούς τους υποτελείς της κυρίας και την προσφωνούσαν αρχόντισσα, κάτι που είχε διπλά οφέλη: επιτρέποντας στον ποιητή να χρησιμοποιήσει ένα κωδικό όνομα (για να μην αποκαλύψει το όνομα της κυρίας) και συγχρόνως την κολάκευαν. Το πρότυπο της ιδανικής κυρίας του τροβαδούρου ήταν η σύζυγος του άρχοντα εργοδότη τους. Όταν ο σύζυγός της έλειπε σε Σταυροφορία ή αλλού, κυριαρχούσε στις οικιακές και πολιτιστικές υποθέσεις και μερικές φορές αυτό συνέβαινε ακόμη και όταν ο σύζυγος ήταν παρών. Μόνο όσοι ήταν ευγενείς μπορούσαν να ασχοληθούν με τον αυλικό έρωτα. Αυτό το νέο είδος έρωτα δεν είχε σκοπό να οδηγήσει σε γάμο ούτε βασίζονταν στον πλούτο και την οικογενειακή ιστορία, αλλά στον χαρακτήρα και τις πράξεις, όπως η αφοσίωση, η ευσέβεια, η γενναιοδωρία, γοητεύοντας έτσι τους φτωχότερους ιππότες που το έβλεπαν σαν ευκαιρία ανέλιξης. [4]
Δεδομένου ότι την εποχή εκείνη οι γάμοι μεταξύ ευγενών ήταν συνήθως αποτέλεσμα πολιτικών ή οικονομικών ενδιαφερόντων, ο αυλικός έρωτας ήταν πάντα μοιχικός, ένας τρόπος για τους ευγενείς να εκφράσουν τον έρωτα που δεν υπήρχε στο γάμο τους. Ο αυλικός έρωτας άλλοτε ήταν ανικανοποίητος με εστίαση περισσότερο στη διανοητική σύνδεση παρά στη σεξουαλική - η κυρία συχνά είναι αγέρωχη, περιφρονητική και φαίνεται απρόσιτη - και άλλοτε ολοκληρωμένος, οι συχνές αναφορές σε ύπνο στην αγκαλιά του εραστή σε μεσαιωνικά ποιήματα τροβαδούρων και ιπποτικά ειδύλλια όπως το Λάνσελοτ, ο Ιππότης του κάρου του Κρετιέν ντε Τρουά, υποδηλώνουν τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις ένα πλαίσιο ολοκληρωμένης σχέσης.[5]
Στα τέλη του 12ου αιώνα το έργο του Ανδρέα Καπελλάνου De amore (Περί έρωτος) κωδικοποίησε τους κανόνες του αυλικού έρωτα. Το De amore απαριθμεί κανόνες όπως:
Μεγάλο μέρος του έργου προήλθε από το Ars amatoria του Οβίδιου. Οι Άραβες ποιητές και η ποίηση της μουσουλμανικής Ισπανίας εκφράζουν παρόμοιες απόψεις για τον έρωτα και θεωρείται πιθανό ότι επηρέασαν τους Χριστιανούς Ευρωπαίους - ειδικά στη νότια Γαλλία όπου πρωτοεμφανίστηκαν.
Σε περίπτωση παράβασης των κανόνων, οι υποθέσεις κρίνονταν από κυρίες στα (ιστορικά αμφισβητούμενα) ερωτικά δικαστήρια, μεσαιωνικά αυλικά παιχνίδια βασισμένα στα πρότυπα του δικαστικού θεσμού, που άνθισαν αρχικά στην Οξιτανία και στη συνέχεια σε όλη τη Γαλλία από τον 12ο μέχρι τον 14ο αιώνα.[6]
Ο εραστής αποδέχεται την ανεξαρτησία της αγαπημένης του και προσπαθεί να γίνει άξιός της ενεργώντας με γενναιότητα, ευγένεια και αξιοπρέπεια, κάνοντας όποιες πράξεις αυτή επιθυμεί, υποβάλλοντας τον εαυτό του σε μια σειρά από δοκιμασίες, ακόμη και την ατίμωση, για να της αποδείξει τη θέρμη και τη δέσμευσή του. Η σεξουαλική ικανοποίηση μπορεί να μην ήταν ο άμεσος στόχος, αλλά αυτός ο εξιδανικευμένος έρωτας δεν ήταν εντελώς πλατωνικός, καθώς βασίζονταν στη σεξουαλική έλξη.[7]
Πρόκειται για ένα σύνολο ηθικών αρετών, που χαρακτηρίζεται από βαθιά αίσθηση της τιμής, σημασία των λόγων και των όρκων, ευγένεια των συναισθημάτων, γενναιόδωρη συμπεριφορά, ευγένεια στη γλώσσα και τους τρόπους και κυρίως τοποθετεί τον έρωτα πάνω από όλους τους κοινωνικούς και θρησκευτικούς νόμους.
Για τον εραστή, ο σύζυγος δεν αποτελεί κίνδυνο, αλλά συχνά αντιμετωπίζει άλλους επίδοξους εραστές που προσπαθήσουν με κάθε τρόπο να τον ατιμάσουν.
Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του αυλικού έρωτα είναι:
Ο αυλικός έρωτας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της μεσαιωνικής λογοτεχνίας, τέχνης και πολιτισμού και η επιρροή του επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη, εμπνέοντας παρόμοιες έννοιες του ρομαντισμού σε διαφορετικές κοινωνίες. Οι περισσότεροι από τους σημαντικούς συγγραφείς του Μεσαίωνα, όπως ο Τζέφρι Τσώσερ, ο Τζον Γκάουερ, ο Δάντης, ο Βοκάκιος, η Μαρία της Γαλλίας, ο Κρετιέν ντε Τρουά, ο Γκότφριντ φον Στράσμπουργκ και ο Τόμας Μάλορυ χρησιμοποίησαν αυτή τη λογοτεχνική σύμβαση σε ποιήματα, ιπποτικά ειδύλλια και αλληγορίες.[8]
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.