Αντιψυχωσικό
From Wikipedia, the free encyclopedia
Τα αντιψυχωσικά, γνωστά και ως νευροληπτικά,[1] είναι κατηγορία ψυχοτρόπων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται κυρίως για τη διαχείριση της ψύχωσης (συμπεριλαμβανομένων των παραληρημάτων, των ψευδαισθήσεων, της παράνοιας ή της διαταραγμένης σκέψης ), κυρίως στη σχιζοφρένεια αλλά και σε μια σειρά από άλλες ψυχωσικές διαταραχές.[2][3] Αποτελούν επίσης το στήριγμα μαζί με τους σταθεροποιητές της διάθεσης στη θεραπεία της διπολικής διαταραχής.[4]
Η χρήση αντιψυχωσικών μπορεί να οδηγήσει σε πολλές ανεπιθύμητες παρενέργειες όπως ακούσιες κινητικές διαταραχές, γυναικομαστία, στυτική δυσλειτουργία, αύξηση βάρους και μεταβολικό σύνδρομο. Η μακροχρόνια χρήση μπορεί να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες όπως όψιμη δυσκινησία, όψιμη δυστονία και όψιμη ακαθησία.
Τα αντιψυχωσικά πρώτης γενιάς (π.χ. χλωροπρομαζίνη), γνωστά ως τυπικά αντιψυχωσικά, πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1950 και άλλα αναπτύχθηκαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970.[5] Τα αντιψυχωσικά δεύτερης γενιάς, γνωστά ως άτυπα αντιψυχωσικά, εισήχθησαν αρχικά με την κλοζαπίνη στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και ακολούθησαν άλλα (π.χ. ρισπεριδόνη).[6] Και οι δύο γενιές φαρμάκων μπλοκάρουν τους υποδοχείς ντοπαμίνης στον εγκέφαλο, αλλά τα άτυπα τείνουν να δρουν και στους υποδοχείς σεροτονίνης.