Αεροπορικός οπλισμός του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
From Wikipedia, the free encyclopedia
Ο αεροπορικός οπλισμός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούσε κύρια συνιστώσα σε όλες τις μάχες και, μαζί με τον αντιαεροπορικό οπλισμό, κατανάλωσαν μεγάλο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής των μεγάλων δυνάμεων. Η Γερμανία και η Ιαπωνία στηριζόταν σε εναέριες δυνάμεις που ήταν σε στενή συνεργασία με τις χερσαίες και τις ναυτικές δυνάμεις. Υποβάθμισαν τα πλεονεκτήματα των στόλων των αεροσκαφών στρατηγικού βομβαρδισμού, και καθυστέρησαν στην εκτίμηση της ανάγκης να αμυνθούν απέναντι στον στρατηγικό βομβαρδισμό των Συμμάχων. Εν αντιθέσει, η Βρετανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν μια προσέγγιση που έδινε έμφαση στον στρατηγικό βομβαρδισμό, και σε μικρότερο βαθμό, στον τακτικό έλεγχο του πεδίου της μάχης από αέρος, και τις επαρκείς αεράμυνες. Και οι δύο δημιούργησαν μια στρατηγική δύναμη μεγάλων βομβαρδιστικών μεγάλης εμβέλειας τα οποία μπορούσαν να μεταφέρουν τις αερομαχίες στη βάση του εχθρού τους. Ταυτόχρονα, δημιουργούσαν μοίρες τακτικής αεροπορίας που μπορούσαν να αποκτήσουν εναέρια υπεροχή πάνω από τα πεδία των μαχών, και ως εκ τούτου έδιναν ζωτικής σημασίας βοήθεια στα χερσαία στρατεύματα. Και οι δύο μονάδες δημιούργησαν μια ισχυρή ναυτική δύναμη που είχαν τη βάση τους σε αεροπλανοφόρα, όπως έκανε και η Ιαπωνία. Αυτά έπαιξαν τον κύριο ρόλο στον πόλεμο στη θάλασσα.[1]