From Wikipedia, the free encyclopedia
Η μαγεία στη θρησκειολογία και τις κοινωνικές επιστήμες αντιπροσωπεύει μια κατηγορία που χρησιμοποιείται για να περιγράψει διάφορες πρακτικές και ιδέες που θεωρούνται ξεχωριστές και από τη θρησκεία και από την επιστήμη. Έχουν προταθεί πολλοί διαφορετικοί ορισμοί για τη μαγεία, με μεγάλο μέρος του ακαδημαϊκού κόσμου να θεωρεί την έννοια τόσο προβληματική που είναι καλύτερο ο ορισμός να απορριφθεί ολότελα ως απλά ένα χρήσιμο αναλυτικό κατασκεύασμα. Η ορολογία μαγεία προέρχεται από το αρχαίο περσικό magu, λέξη που χρησιμοποιούνταν για ένα είδος θρησκευτικού λειτουργού για το οποίο λίγα είναι γνωστά. Κατά τα τέλη του 6ου και αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., ο όρος υιοθετήθηκε στα αρχαία ελληνικά, και χρησιμοποιούνταν με αρνητική έννοια, για θρησκευτικά τελετουργικά που θεωρούνταν δόλια και απατηλά, μη συμβατικά, και επικίνδυνα. Αυτή η σημασία του όρου υιοθετήθηκε και από τα λατινικά τον πρώτο αιώνα προ Χριστού. Μέσω των λατινικών, ενσωματώθηκε στη Χριστιανική θεολογία κατά τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν, όπου η μαγεία σχετίστηκε με τους δαίμονες και έτσι κατηγοριοποιήθηκε ως αντίθετη στη (Χριστιανική) θρησκεία. Η έννοια ήταν διαδεδομένη κατά τον Μεσαίωνα, όταν οι Χριστιανοί συγγραφείς κατηγοριοποίησαν μια σειρά διαφορετικών πρακτικών —όπως ξόρκια, μάγια, απαγγελίες ξορκιών, μαντεία, νεκρομαντεία, και αστρολογία —κάτω από την ονομασία μαγεία. Κατά την πρώτη περίοδο της σύγχρονης Ευρώπης, Ιταλοί ουμανιστές επαναπροσδιόρισαν τον όρο με μια θετική έννοια για να δημιουργήσουν την ιδέα της φυσικής μαγείας. Και οι αρνητικές και οι θετικές προσλήψεις του όρου διατηρήθηκαν στη Δυτική κουλτούρα κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, με τις πρώτες (τις αρνητικές) να επηρεάζουν στο μεγαλύτερο μέρος την πρώτη ακαδημαϊκή χρήση της λέξης.
Ακαδημαϊκοί από διάφορα πεδία έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο μαγεία αλλά τον έχουν ορίσει με διαφορετικούς τρόπους και χρησιμοποιήσει για διαφορετικά πράγματα. Μία προσέγγιση, που σχετίζεται με τους ανθρωπολόγους Έντουαρντ Τάιλορ και Τζέιμς Φρέιζερ, χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει πεποιθήσεις στη συμπαθητική μαγεία μεταξύ αντικειμένων που επιτρέπουν το ένα να επηρεάζει το άλλο. Ορισμένη έτσι, η μαγεία παρουσιάζεται ως το αντίθετο της επιστήμης. Μια εναλλακτική προσέγγιση, που σχετίζεται με τους κοινωνιολόγους Μαρσέλ Μος και Εμίλ Ντιρκέμ , χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει ιδιωτικά τελετουργικά και τελετές και το τοποθετεί σε αντίθεση με τη θρησκεία την οποία ορίζει ως οργανωμένη και κοινοβιακή δραστηριότητα. Πολλοί μελετητές της θρησκείας έχουν απορρίψει τη χρήση του όρου μαγεία, επιχειρηματολογώντας ότι είναι αυθαίρετος και εθνοκεντρικός. Έχει γίνει αυξανόμενα μη δημοφιλής όρος στην ακαδημαϊκή κοινότητα από τη δεκαετία του 1990.
Στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού υπήρξαν παραδείγματα ατόμων που ασχολήθηκαν με πρακτικές τις οποίες οι κοινωνίες τους ονόμαζαν μαγεία και που κάποιες φορές οι ίδιοι αναφέρονταν στον εαυτό τους ως μάγους (με την έννοια του θαυματοποιός). Στα πλαίσια του σύγχρονου αποκρυφισμού, υπάρχουν πολλοί αυτοαποκαλούμενοι μάγοι και άτομα που ασκούν τελετουργικές δραστηριότητες που ονομάζουν μαγεία. Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια μαγεία έχει αλλάξει πάλι, συνήθως οριζόμενη ως η τεχνική για την επίτευξη αλλαγών στον φυσικό κόσμο με τη δύναμη της θέλησης κάποιου. Ο ορισμός αυτός εισήχθη κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό την επιρροή του Βρετανού μυστικιστή Άλιστερ Κρόουλι, ο οποίος είχε επηρεαστεί από ακαδημαϊκές μελέτες για τη μαγεία.
Από την ανάδειξη των πεδίων της θρησκειολογίας και των κοινωνικών επιστημών, η μαγεία ήταν ένα "κεντρικό θέμα στη θεωρητική βιβλιογραφία" την οποίαν παρήγαγαν ακαδημαϊκοί που ασχολούνταν με αυτά τα πεδία[1]. Σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό της θρησκείας Randall Styers, η προσπάθεια να οριστεί η μαγεία αντιπροσωπεύει "μια πράξη οριοθέτησης" με την οποία ο όρος έρχεται σε αντιπαράθεση με "άλλες κοινωνικές πρακτικές και τρόπους γνώσης" όπως "θρησκεία" και "επιστήμη"[2]. Οι ακαδημαϊκοί έχουν έρθει σε εκτεταμένη αντιπαράσταση για το πώς να ορίσουν τη μαγεία[1], με αυτές να καταλήγουν σε έντονη διαφωνία[3]. Σε αυτές τις αντιπαραθέσεις η ακαδημαϊκή κοινότητα έχει αποτύχει να συμφωνήσει σε έναν ορισμό για τη μαγεία, όπως παρομοίως έχουν αποτύχει να συμφωνήσουν για τον ορισμό της θρησκείας[3]. Ακόμα και μεταξύ αυτών που κατά τη διάρκεια της ιστορίας έχουν περιγράψει τον εαυτό τους ως μάγους, δεν υπάρχει κοινή αντίληψη για το τι είναι μαγεία[4]. Έτσι, καθώς περιγράφει ο ιστορικός Michael D. Bailey, "η μαγεία" αντιπροσωπεύει "μια κατηγορία που αμφισβητείται πολύ και έχει μια πολύ απατηλή ετικέτα"[5].
Πολλοί μελετηρές έχουν επιχειρηματολογήσει ότι η χρήση του όρου ως αναλυτικού εργαλείου στον χώρο των ακαδημαϊκών μελετών πρέπει να απορριφθεί εντελώς[7]. Ο μελετητής της θρησκείας Jonathan Z. Smith για παράδειγμα έχει επιχειρηματολογήσει ότι δεν έχει καμιά χρησιμότητα σαν περιγραφικός όρος που θα πρέπει να χρησιμοποιεί η ακαδημαϊκή κοινότητα[8]. Ο ιστορικός της θρησκείας Wouter Hanegraaff συμφωνεί, λέγοντας ότι "ο όρος μαγεία είναι ένα σημαντικό αντικείμενο της ιστορικής έρευνας, αλλά δεν προορίζεται για να γίνεται έρευνα."[9]. Οι μελετητές της θρησκείας Berndt-Christian Otto και Michael Stausberg πρότειναν ότι είναι εντελώς δυνατό οι μελετητές να μιλάνε για φυλακτά και κατάρες, θεραπευτικές πρακτικές, και άλλες πολιτισμικές πρακτικές που συχνά θεωρούνται ως πρακτικές μαγείας στη Δυτική κουλτούρα χωρίς κάποιον διάλογο για την έννοια της μαγείας καθεαυτής[10]. Η ιδέα ότι η "μαγεία" θα πρέπει να απορριφθεί ως αναλυτικός όρος αναπτύχθηκε στην ανθρωπολογία, πριν τη μετάβαση στις Κλασικές σπουδές και τις Βιβλικές σπουδές τη δεκαετία του 1980[11]. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά η χρήση του όρου στην ακαδημαϊκή κοινότητα της μελέτης της θρησκείας γνώρισε ύφεση[8].
Η έννοια και ο όρος "μαγεία" αναπτύχθηκε στην Ευρωπαϊκή κοινωνία και έτσι το να γίνεται χρήση όσο αφορά τη μη Δυτικές κουλτούρες ή προ-σύγχρονες μορφές της Δυτικής κοινωνίας εγείρει προβλήματα, καθώς μπορεί να επιβάλει Δυτικές κατηγοριοποιήσεις που είναι ξένες προς αυτές[12]. Ενώ ο όρος "μαγεία" σαν όρος που χρησιμοποιείται από τις Δυτικές κοινωνίες για αυτές (emic), αλλά παραμένει όρος που χρησιμοποιείται από έξω προς τις μη Δυτικές κοινωνίες (etic)[13]. Κατά τον 20ο αιώνα, πολλού μελετητές που είχαν επικέντρωση στις Ασιατικές και Αφρικανικές κοινωνίες απέρριψαν τον όρο "μαγεία", όπως και συναφείς όρους όπως "ξόρκια", για πιο ακριβείς όρους και έννοιες που υπήρχαν σε αυτές τις κοινωνίες[14],. Μια παρόμοια προσέγγιση έχει ακολουθηθεί από πολλούς μελετητές που ερευνούσαν προ-σύγχρονες κοινωνίες στην Ευρώπη, όπως της Κλασικής αρχαιότητας, και οι οποίοι βρίσκουν τη σύγχρονη έννοια της μαγείας όχι κατάλληλη και προτιμούν πιο συγκεκριμένους όρους που προέρχονται από το πλαίσιο των αρχαίων πολιτισμών τους οποίους μελετάνε[15]. Εναλλακτικά, ο όρος υπονοεί ότι όλες οι κατηγορίες της μαγείας είναι εθνοκεντρικές και ότι τέτοιες Δυτικές προκαταλήψεις είναι αναπόφευκτο μέρος της ακαδημαϊκής μελέτης[16].
Στα πλαίσια της Δυτικής κουλτούρας, ο όρος "μαγεία" έχει συνδεθεί με την ιδέα του Άλλου[6], και με την ιδέα της "αλλοτριότητας"[17]. Με την περιγραφή του Styers, έχει γίνει "ένας δυνατός δείκτης πολιτισμικής διαφοράς"[18]. Έχει επίσης επανειλημμένως παρουσιαστεί ως το αρχετυπικό μη σύγχρονο φαινόμενο[19]. Στους Δυτικούς διανοητές του τέλους του 19ου και αρχών του 20ου αιώνα, η μαγεία θεωρούταν ως καθοριστικό χαρακτηριστικό "πρωτόγονων" τρόπων σκέψεων και συχνά αποδιδόταν σε περιθωριακές ομάδες, τοποθεσίες και περιόδους[18].
Η μαγεία είναι μία από τις πιο έντονα θεωρητικοποιημένες έννοιες στο πεδίο της μελέτης της θρησκείας[20]. Ο Styers πίστευε ότι είχε τέτοια μεγάλη απήχηση στους κοινωνικούς θεωρητικούς γιατί παρέχει "ένα τέτοιο πλούσιο πεδίο για τη διαμόρφωση και αμφισβήτηση της φύσης και των ορίων του σύγχρονου χαρακτήρα της κοινωνίας"[21]. Τα άτομα του ακαδημαϊκού χώρο έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο ως τον αντίθετο για την έννοια της θρησκείας, θεωρώντας τη μαγεία ως τη "νόθα (και εκθηλυμένη) αδελφή" της θρησκείας[22]. Εναλλακτικά, άλλοι έχουν χρησιμοποιήσει τον όρο σαν ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ θρησκείας και επιστήμης[22]. Το πλαίσιο στο οποίο οι μελετητές είχαν θέσει τις συζητήσεις τους για τη μαγεία επηρεάστηκε από την εξάπλωση της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής δύναμης σε όλον τον κόσμο τη σύγχρονη εποχή[23]. Αυτές οι επανειλημμένες προσπάθειες για να οριστεί η μαγεία είχαν απήχηση σε ευρύτερες κοινωνικής ανησυχίες[19], και η «ευκαμψία» της έννοιας της επέτρεψε να είναι "άμεσα προσαρμόσιμη σαν όπλο πολεμικής και ιδεολογικό όπλο"[24]. Η σύνδεσμοι που έκαναν οι διανοητές μεταξύ της μαγείας και των "πρωτόγονων" βοήθησε στη νομιμοποίηση του Ευρωπαϊκού και Ευρό-Αμερικανικού ιμπεριαλισμού και αποικιοκρατίας, καθώς αυτοί οι Δυτικοί αποικιοκράτες εξέφρασαν την άποψη ότι αυτοί που πίστευαν στην και εξασκούσα τη μαγεία ήταν ανίκανοι να κυβερνήσουν τον εαυτό τους και θα έπρεπε να τους κυβερνούν αυτοί που, αντί να πιστεύουν στη μαγεία, πίστευαν στην επιστήμη και / ή στη (Χριστιανική) θρησκεία[18]. Όπως λέει ο Bailey, "η συσχέτιση κάποιον [είτε μη Ευρωπαίων ή φτωχών αγροτικών ευρωπαϊκών πληθυσμών] με τη μαγεία βοήθησε στην απομάκρυνση και διαφοροποίηση τους από εκείνους που τους κυβερνούσαν, και σε μεγάλο μέρος για να δικαιολογήσει αυτή την άσκηση της εξουσίας"[17]. Έχουν προταθεί πολύ διαφορετικοί ορισμοί της μαγείας, αλλά — σύμφωνα με τον Hanegraaff — αυτές μπορούν αν ειδωθούν ως παραλλαγές ενός μικρού αριθμού θεωριών που άσκησαν μεγάλη επιρροή[20].
Η διανοητική προσέγγιση για τον ορισμό της μαγείας σχετίζεται με δύο διακεκριμένους Βρετανούς ανθρωπολόγους, τον Έντουαρντ Τάιλορ και τον Τζέιμς Φρέιζερ[25]. Αυτή ήταν μια προσέγγιση που έβλεπε τη μαγεία ως το θεωρητικό αντίθετο της επιστήμης[26], και απασχόλησε κατά πολύ την ανθρωπολογική σκέψη πάνω στο ζήτημα[27]. Η χρήση του όρου μαγεία για τη συμπαθητική μαγεία ήταν επίσης ένα χαρακτηριστικό των ιδεών του Χέρμπερτ Σπένσερ στο έργο του Ένα Σύστημα Συνθετικής Φιλοσοφίας[28]. Ο Σπένσερ θεωρούσε ότι και η μαγεία και η θρησκεία έχουν ρίζες σε ψευδείς ισχυρισμούς για τη φύση των αντικειμένων και τη σχέση τους με άλλα πράγματα[29].
Η αντίληψη του Τάιλορ για τη μαγεία ήταν συνδεδεμένη με την έννοια που έδινε στον ανιμισμό[30]. Στο βιβλίο του του 187 Πρωτόγονος Πολιτισμός, ο Τάιλορ χαρακτηρίζει τη μαγεία ως πεποιθήσεις βασισμένες στην "στο λάθος του να θεωρούμε την ιδεώδη αναλογία ως πραγματική αναλογία"[31]. Σύμφωνα με την άποψη του Τάιλορ, "ο πρωτόγονος άνθρωπος, έχοντας καταλήξει να συσχετίζει με τη σκέψη αυτά τα πράγματα που είχε βρει από την εμπειρία να σχετίζονται στην πραγματικότητα, προχώρησε λανθασμένα να αναστρέψει αυτήν την ενέργεια, και να συνάγει ότι η συσχέτιση στη σκέψη πρέπει να περιέχει παρόμοια σύνδεση με την πραγματικότητα. Προσπάθησε έτσι να ανακαλύψει, να προβλέψει, και να προκαλέσει γεγονότα μέσω διαδικασιών που σήμερα μπορούμε να δούμε ότι έχουν μόνο ιδεώδη σημασία"[32]. Ο Τάιλορ απέρριπτε τη μαγεία, περιγράφοντάς της ως "μία από τις πιο επιζήμιες αυταπάτες που έχουν μαστίσει ποτέ την ανθρωπότητα"[33].
Οι ιδέες του Τάιλορ υιοθετήθηκαν και απλοποιήθηκαν από τον Φρέιζερ[32]. Ο δεύτερος, χρησιμοποίησε τον όρο "μαγεία" με τη σημασία της συμπαθητικής μαγείας[34], περιγράφοντάς την ως μια πρακτική που βασίζεται στην πεποίθηση του μάγου "ότι τα πράγματα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους από απόσταση μέσω μιας μυστικής συμπαθητικής δύναμης", κάτι που που περιέγραψε ως "έναν αόρατο αιθέρα"[32]. Διαχώρισε, παραπέρα, αυτή τη μαγεία σε δύο μορφές, την "ομοιοπαθητική (μιμητική)" και τη "μεταδοτική". Η πρώτη είναι η ιδέα ότι το "όμοιο παράγει όμοιο", ή αλλιώς η ομοιότητα μεταξύ δύο πραγμάτων μπορεί να καταλήξει στο ένα να επηρεάσει το άλλο. Η δεύτερη, βασιζόταν στην ιδέα ότι η επαφή μεταξύ δύο αντικειμένων τα επιτρέπει να συνεχίζουν να επηρεάζουν το ένα το άλλο από απόσταση[35]. Όπως και ο Τάιλορ, ο Φρέιζερ έβλεπε τη μαγεία αρνητικά, περιγράφοντάς την ως "την μπάσταρδη αδελφή της επιστήμης", που προκύπτει από "μια μεγάλη καταστροφική πλάνη"[36].
Εκεί που ο Φρέιζερ διαφοροποιήθηκε από τον Τάιλορ ήταν στον χαρακτηρισμό της μαγείας ως ένα σημαντικό στάδιο στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού, περιγράφοντάς την ως ένα μέρος ενός τρίπτυχου, όπου η μαγεία ήταν πρώτη, η θρησκεία δεύτερη και τελικά η επιστήμη τρίτη[37]. Για τον Φρέιζερ, όλες οι πρώτες κοινωνίες άρχισαν πιστεύοντας στη μαγεία, με κάποιες από αυτές να απομακρύνονται από αυτήν και να περνάνε στη θρησκεία[38]. Πίστευε ότι και η μαγεία και η θρησκεία περιέχουν μια πίστη στα πνεύματα αλλά ότι διαφοροποιούνται από τον τρόπο που ανταποκρίνονται σε αυτά τα πνεύματα. Για τον Φρέιζερ, η μαγεία "περιορίζει ή εξαναγκάζει" αυτά τα πνεύματα, ενώ η θρησκεία επικεντρώνεται στο να "συμφιλιώνεται με αυτά ή να τα εξευμενίζει "[38]. Αναγνώριζε ότι το κοινό τους έδαφος είχε ως αποτέλεσμα τη διασταύρωση στοιχείων της μαγείας και της θρησκείας σε διάφορες περιπτώσεις. Για παράδειγμα ισχυρίστηκε ότι η ιερογαμία ήταν ένα τελετουργικό γονιμότητας που συνδύαζε στοιχεία και από αυτές τις δύο οπτικές για τον κόσμο (τη μαγεία και τη θρησκεία)[39].
Η λειτουργική προσέγγιση για τον ορισμό της μαγείας είναι συνδεδεμένη με τους Γάλλους κοινωνιολόγους Μαρσέλ Μος και Εμίλ Ντιρκέμ[40]. Σε αυτή την προσέγγιση, η μαγεία κατανοείται ως το θεωρητικό αντίθετο της θρησκείας[41].
Ο Μος παρουσίασε την αντίληψή του για τη μαγεία σε ένα δοκίμιο του 1902, "Μια Γενική Θεωρία της Μαγείας"[42]. Χρησιμοποίησε τον όρο μαγεία σε σχέση με "κάθε τελετουργικό το οποίο δεν είναι μέρος οργανωμένης λατρείας: ένα τελετουργικό που είναι ιδιωτικό, μυστικό, μυστηριώδες, και τελικά που τείνει να είναι ένα που είναι απαγορευμένο"[40]. Αντίθετα, συσχέτισε τη θρησκεία με την οργανωμένη λατρεία[43]. Με το να λέει ότι η μαγεία ήταν εγγενώς μη κοινωνική, ο Μος είχε επηρεαστεί από την παραδοσιακές αντιλήψεις του Χριστιανισμού για την έννοια[44]. Ο Μος σκοπίμως απέρριψε τη διανοητική προσέγγιση του Φρέιζερ, πιστεύοντας ότι δεν ήταν σωστό να περιοριστεί ο όρος μαγεία στη συμπαθητική μαγεία, όπως είχε κάνει ο Φρειζερ[45]. Εξέφρασε την άποψη ότι "όχι μόνο υπάρχουν μαγικά τελετουργικά τα οποία δεν είναι συμπαθητική μαγεία, αλλά ούτε η συμπαθητική είναι προνόμιο της μαγείας, καθώς υπάρχουν συμπαθητικές πρακτικές στη θρησκεία"[43].
Οι ιδέες του Μος υιοθετήθηκαν από τον Ντιρκέμ στο βιβλίο του του 1912 Οι Στοιχειώδεις Μορφές της Θρησκευτικής Ζωής[32]. Ο Ντιρκέμ πίστευε ότι και η μαγεία και η θρησκεία αφορούσαν "ιερά ζητήματα, δηλαδή, ζητήματα ξεχωρισμένα και απαγορευμένα"[46]. Εκεί που έβλεπε ότι διαφοροποιούνταν ήταν η κοινωνική τους οργάνωση. Ο Ντιρκέμ περιέγραψε τη μαγεία ως εγγενώς αντικοινωνική, υπάρχοντας σε αντίθεση με αυτό στο οποίο αναφερόταν ως "Εκκλησία," η θρησκευτικές πεποιθήσεις που μοιράζεται μια κοινωνική ομάδα. Με τα δικά του λόγια, "Δεν υπάρχει Εκκλησία της μαγείας"[41]. Ο Ντιρκέμ εξέφρασε την άποψη ότι "υπάρχει κάτι το εγγενώς αντιθρησκευτικό στους χειρισμούς του μάγου"[41], και ότι η πίστη στη μαγεία "δεν έχει ως αποτέλεσμα το δέσιμο αυτών που πιστεύουν σε αυτήν, ούτε ενώνει σε μια ομάδα που διάγει κοινό βίο"[46].
Οι μελετητές έχουν κριτικάρει την ιδέα ότι η μαγεία και η θρησκεία μπορούν να διαφοροποιηθούν ως δύο ευκρινώς ξεχωριστές κατηγορίες[47]. Ο κοινωνικός ανθρωπολόγος Άλφρεντ Ράντκλιφ-Μπράουν εξέφραζε την άποψη ότι "μια απλοποιημένη διχοτομία μεταξύ μαγείας και θρησκείας" δεν ήταν βοηθητική, και έτσι και οι δύο θα πρέπει να κατηγοριοποιηθούν κάτω από την ευρύτερη κατηγορία της τελετουργία[48]. Αργότερα πολλοί ανθρωπολόγοι ακολούθησαν το παράδειγμά του[48]. Όμως, αυτός ο διαχωρισμός ακόμα γίνεται συχνά από μελετητές που διαλέγονται για αυτό το θέμα[47].
Η συναισθηματική προσέγγιση στη μαγεία σχετίζεται με τον Άγγλο ανθρωπολόγο Ρόμπερτ Μάρετ, τον Αυστριακό ψυχολόγο Σίγκμουντ Φρόιντ, και τον Πολωνό ανθρωπολόγο Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι[49].
Ο Μάρετ έβλεπε τη μαγεία ως αντίδραση στο στρες[50]. Σε ένα άρθρο του 1904, επιχειρηματολόγησε ότι η μαγεία ήταν μια καθαρτική ή διεγερτική πρακτική σχεδιασμένη να ανακουφίζει αισθήματα έντασης[50]. Καθώς αναπτύχθηκε αυτή η ιδέα του, απέρριπτε όλο και περισσότερο την ιδέα του διαχωρισμού μεταξύ μαγείας και θρησκείας και άρχισε να χρησιμοποιεί τον όρο "μαγικό-θρησκευτικό" για να περιγράψει την πρώιμη ανάπτυξη και των δύο[50]. Ο Μαλινόβσκι κατανοούσε τη μαγεία με παρόμοιο τρόπο με τον Μάρετ, αντιμετωπίζοντας το θέμα σε ένα άρθρο του 1925[51]. Απέρριψε την εξελικτική υπόθεση του Φρέιζερ ότι η μαγεία ακολουθήθηκε από τη θρησκεία και μετά από την επιστήμη ως μια σειρά διακριτών σταδίων στην εξέλιξη της κοινωνίας, επιχειρηματολογώντας ότι και τα τρία ήταν παρόντα σε κάθε κοινωνία[52]. Κατά την άποψή του, και η μαγεία και η θρησκεία "αναδεικνύονται και λειτουργούν σε καταστάσεις συναισθηματικού στρες" αν και ενώ η θρησκεία είναι κυρίως εκφραστική, η μαγεία είναι κυρίως πρακτική[52]. Όρισε έτσι τη μαγεία ως "μια πρακτική τέχνη που αποτελείται από πράξεις που είναι μόνο μέσα για ένα συγκεκριμένο σκοπό που αναμένεται να ακολουθήσει αργότερα"[52] He for instance believed that fertility rituals were magical because they were carried out with the intention of meeting a specific need.[52].
Ο Φρόιντ επίσης θεωρούσε τη μαγεία ότι πηγάζει από το ανθρώπινο συναίσθημα αλλά την ερμήνευσε με πολύ διαφορετικό τρόπο από τον Μάρετ[53]. Ο Φρόιντ εξήγησε ότι "η σχετική με τη μαγεία θεωρία απλά εξηγεί τα μονοπάτια στα οποία κινείται η θρησκεία. Δεν εξηγεί την πραγματική ουσία της, δηλαδή την παρεξήγηση η οποία την οδηγεί να αντικαταστήσει τους νόμους της φύσης με ψυχολογικούς"[54]:83. Ο Φρόιντ τονίζει ότι αυτό που οδήγησε τους πρωτόγονους ανθρώπους να ανακαλύψουν τη μαγεία είναι η δύναμη των επιθυμιών: "Οι επιθυμίες του συνοδεύονταν από μια κινητήρια παρόρμηση, την επιθυμία, η οποία ήταν κατόπιν προορισμένη να αλλάξει όλο το πρόσωπο της γης προκειμένου να ικανοποιήσει της επιθυμίες του. Αυτή η κινητήρια παρόρμηση αρχικά χρησιμοποιείται για να δώσει μια αναπαράσταση της κατάστασης που επιφέρει την ικανοποίηση με τέτοιο τρόπο που γίνεται δυνατό να βιώσει κάποιος την ικανοποίηση με μέσα που μπορούν να περιγραφούν ως κινητήριες αυταπάτες. Αυτού του είδους η αναπαράσταση της ικανοποιημένης επιθυμίας είναι αρκετά συγκρίσιμη με τα παιδικά παιχνίδια, με τα οποία επιτυγχάνουν την πρώιμη καθαρά τεχνική των συναισθημάτων της ικανοποίησης. [...] Καθώς περνάει ο χρόνος, η ψυχολογική έμφαση περνάει από τα κίνητρα για τη μαγική πράξη σε ενέργειες με τις οποίες επιτυγχάνεται —δηλαδή στην πράξη καθεαυτή. [...] Έτσι φαίνεται σαν να είναι η μαγική πράξη η ίδια η οποία, χάρη στην ομοιότητα με το επιθυμητό αποτέλεσμα, μόνης της καθορίζει την εμφάνιση αυτού του αποτελέσματος"[54]:84.
Οι Αρχαίοι Μεσοποτάμιοι πίστευαν ότι η μαγεία ήταν η μόνη άμυνα εναντίον των δαιμόνων, φαντασμάτων, και σατανικών μάγων[55]. Για την προφύλαξη τους από τα πνεύματα αυτών που είχαν αδικήσει, άφηνα προσφορές γνωστές ως kispu στον τάφο τους, με την ελπίδα ότι έτσι θα τους εξευμενίσουν[55]. Αν αυτό δεν «έπιανε», κάποιες φορές έπαιρναν μια μικρή φιγούρα του νεκρού και την έκαιγαν στο έδαφος, απαιτώντας από τους θεούς να εξαλείψουν το πνεύμα, ή να το εξαναγκάσουν να αφήσει ήσυχο το άτομο (που «στοίχειωνε» το πνεύμα)[55].
Χρησιμοποιούσαν επίσης μαγεία για να προστατευτούν από σατανικούς μάγους που μπορεί να τους να τους είχαν κάνει ξόρκια[55]. Δεν έκαναν διάκριση μεταξύ "μαγείας του φωτός" και "μαύρη μαγεία" και ένα άτομο που προστατευόταν από μάγια θα χρησιμοποιούσε ακριβώς τις ίδιες τεχνικές με αυτές του ατόμου που προσπαθούσε να το βλάψει[55]. Η μόνη μεγάλη διαφορά ήταν ότι οι κατάρες γίνονταν κρυφά[55], ενώ η προστασία εναντίον της μαγείας γινόταν ανοιχτά, και μπροστά σε κοινό αν ήταν δυνατόν[55]. Ένα τελετουργικό για την τιμωρία ενός σατανικού μάγου ήταν γνωστό ως Maqlû, "Το Κάψιμο"[55]. Το άτομο που του κάνανε μάγια έκανε ένα ομοίωμα του μάγου και το άφηνε για δοκιμασία τη νύχτα[55]. Κατόπιν, όταν είχαν προσδιοριστεί τα αδικήματα του μάγου, το άτομο έκαιγε το ομοίωμα και έτσι έκοβε τη δύναμη που ασκούσε ο μάγος απάνω του[55].
Οι αρχαίοι Μεσοποτάμιοι επίσης πραγματοποιούσαν μαγικά τελετουργικά για να εξαγνιστούν από αμαρτίες που είχαν κάνει άθελα τους[55]. Ένα τέτοιο γνωστό τελετουργικό ήταν το Šurpu, ή "Κάψιμο"[55], όπου αυτός που το εκτελούσε μετέφερε την ενοχή του για όλα του τα παραπτώματα σε διάφορα αντικείμενα όπως μια αρμαθιά χουρμάδες, ένα κρεμμύδι, ή τούφα από βαμβάκι[55]. Κατόπιν έκαιγε το αντικείμενο και έτσι εξαγνιζόταν από τις αμαρτίες που είχε διαπράξει άθελα του[55]. Υπήρχαν επίσης μια ολόκληρη κατηγορία ερωτικών ξορκιών[55]. Τέτοια ξόρκια, που συνήθως επικαλούνταν τη βοήθεια της θεάς Ιστάρ, πιστευόταν ότι έκαναν κάποιον να ερωτευτεί ένα άλλο πρόσωπο, ή τον άντρα να μπορέσει να διατηρήσει στύση, ενώ πριν δεν μπορούσε[55]. Άλλα ξόρκια χρησιμοποιούνταν για να συμφιλιώσουν έναν άντρα με προστάτη θεό του ή να συμφιλιώσουν σύζυγο με τον άντρα της που την είχε παραμελήσει[55].
Οι αρχαίοι Μεσοποτάμιοι δεν έκαναν διάκριση μεταξύ "ορθολογικής επιστήμης" και μαγείας[55][56][57]. Όταν κάποιος αρρώσταινε, οι γιατροί έδιναν και μαγικά ξόρκια για να εκφωνηθούν, όπως και φαρμακευτικές θεραπείες[55][56][57]. Τα περισσότερα μαγικά τελετουργικά προορίζονταν να τα εκτελεί ένας āšipu, δηλαδή ειδικός στην τέχνη της μαγείας[55][56][57]. Το επάγγελμα αυτό συνήθως περνούσε από πατέρα σε γιο[55] και έχαιρε πολύ μεγάλου σεβασμού, ενώ συχνά αυτοί υπηρετούσαν ως σύμβουλοι βασιλιάδων και μεγάλων ηγετώνand[55]. Ένας āšipu πιθανόν δεν υπηρετούσε μόνο ως μάγος, αλλά και ως γιατρός, ιερέας, γραφέας και λόγιος[55]. Είχε πιθανόν στην κατοχή του μεγάλη βιβλιοθήκη με πήλινες πλάκες με σημαντικά θρησκευτικά κείμενα και ύμνους[55].
Ο Σουμεριακός θεός Ένκι, που αργότερα συγκρίθηκε με τον Ανατολικό-Σημιτικό θεό Εα, είχε στενή σύνδεση με τη μαγεία και τα ξόρκια[55]. Θεωρούνταν ως η υπέρτατη πηγή όλης της απόκρυφης γνώσης[55]. Οι αρχαίοι Μεσοποτάμιοι επίσης πίστευαν στους οιωνούς, οι οποίοι μπορεί να προέκυπταν κατόπιν «αναζήτησης» (οιωνοσκοπία) ή χωρίς αυτήν[55]. Άσχετα από το πώς έρχονταν, οι οιωνοί πάντα λαμβάνονταν υπόψη με τη μεγαλύτερη σοβαρότητα[55].
Η μαγεία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της αρχαίας Αιγυπτιακής θρησκείας και κουλτούρας[58]:66. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι φορούσαν συχνά μαγικά φυλακτά, γνωστά ως meket, για προστασία[58]:66. Το πιο κοινό υλικό για τέτοια υλικά ήταν ένα είδος κεραμικού γνωστό ως φαγεντιανή, αλλά ήταν επίσης φτιαγμένα και από πέτρα, μέταλλο, κόκαλο, και ξύλο[58]:66. Τα φυλακτά απεικόνιζαν συγκεκριμένα σύμβολα[58]:67, ένα από τα οποία πιο συνηθισμένο ήταν το Μάτι του Ώρου, το οποίο συμβόλιζε το νέο μάτι που έδωσε ο θεός Θωθ στον Ώρο για να αντικαταστήσει αυτό που έχασε στη μάχη του με τον Σεθ[58]:67. Το πιο δημοφιλές φυλακτό ήταν ο σκαραβαίος, το έμβλημα του θεού Χεπρί[58]:67.
Όπως η Μεσοποτάμιοι, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι δεν είχαν διάκριση μεταξύ μαγείας και ιατρικής[59]. Πίστευαν ότι οι αρρώστιες είχαν υπερφυσική προέλευση[59], και οι αρχαίοι Αιγύπτιοι γιατροί έδιναν και μαγικές και πρακτικές θεραπείες στους ασθενείς τους[59]. Οι γιατροί εξέταζαν τους ασθενείς και έβρισκαν από τι έπασχαν. Τα συμπτώματα καθόριζαν πια θεότητα έπρεπε να επικαλεστεί ο γιατρός για τη θεραπεία. Οι γιατροί ήταν πολύ ακριβοί[59], έτσι ο μέσος Αιγύπτιος για τις καθημερινές ανάγκες έπρεπε να βασίζεται σε άτομα τα οποία δεν ήταν επαγγελματίες γιατροί, αλλά κάποιοι που είχαν κάποιου είδους ιατρική εκπαίδευση ή γνώση[59]. Ανάμεσα σε αυτά τα άτομα ήταν παραδοσιακοί θεραπευτές και μάντεις, χειροπράκτες, μαίες, έδιναν φυτικά βότανα και συνταγές και ερμήνευαν όνειρα[59]. Αν δεν υπήρχε κάποιος γιατρός ή μάντης, τότε οι καθημερινοί άνθρωποι θα έκαναν ξόρκια μόνοι τους χωρίς βοήθεια[59]. Αν και οι περισσότεροι Αιγύπτιοι ήταν αναλφάβητοι, ήταν συχνό τα άτομα να απομνημονεύουν ξόρκια και μαγικές απαγγελίες για χρήση στο μέλλον[59].
Η κύρια αρχή πίσω από την Αιγυπτιακή μαγεία φαίνεται να ήταν η αντίληψη ότι, αν κάποιος έλεγε κάτι με αρκετή πεποίθηση, τότε αυτό θα γινόταν αυτόματα πραγματικότητα[58]:54. Οι εσωτερικοί τοίχοι της πυραμίδας του Ουνίς, τον τελευταίο Φαραώ της Πέμπτης Δυναστείας, είναι καλυμμένοι με εκατοντάδες μαγικά ξόρκια και επιγραφές[58]:54. Οι επιγραφές αυτές είναι γνωστές ως Κείμενα των Πυραμίδων[58]:54 και περιέχουν ξόρκια που ήταν απαραίτητα για τον Φαραώ να επιβιώσει στην μετά θάνατον ζωή[58]:54. Τα Κείμενα των Πυραμίδων ήταν αυστηρά για τα βασιλικά πρόσωπα[58]:56. Κρατιόταν μυστικά από τους κοινούς ανθρώπους και γράφονταν μόνο μέσα σε βασιλικούς τάφους[58]:56. Κατά το χάος και την αναταραχή της πρώτης μεταβατικής περιόδου, τυμβωρύχοι μπήκαν στους τάφους και είδαν τις μαγικές επιγραφές[58]:56. Οι κοινοί άνθρωποι άρχισαν να μαθαίνουν τα ξόρκια, και μέχρι την αρχή του Μέσου Βασιλείου άρχισαν να γράφουν παρόμοιες επιγραφές στα πλάγια των φέρετρων τους, ελπίζοντας ότι έτσι θα εξασφάλιζαν και τη δικιά τους επιβίωση στη μετά θάνατον ζωή[58]:56. Τα κείμενα αυτά είναι γνωστά ως Κείμενα των Σαρκοφάγων.[58]:56.
Τελικά, τα Κείμενα των Σαρκοφάγων πήραν τέτοια έκταση, που δεν μπορούσαν πια να χωρέσουν στον εξωτερικό μέρος των φέρετρων[58]:56. Άρχισαν τότε να καταγράφονται σε πάπυρους, οι οποίοι τοποθετούνταν μέσα στο φέρετρο με τον νεκρό[58]:56. Τα κείμενα αυτά είναι γνωστά ως Βιβλίο των Νεκρών[58]:56. Υπήρχαν εκατοντάδες διαφορετικές παραλλαγές του Βιβλίου των Νεκρών, όλες εκ των οποίων περιείχαν διαφορετικά ξόρκια[58]:56. Οι αιγυπτιολόγοι έχουν προσδιορίσει περισσότερο από 400 διαφορετικά ξόρκια που ανήκουν στο Βιβλίο των Νεκρών[58]:56. Τα έχουν κωδικοποιήσει και κατατάξει, δίνοντας συγκεκριμένα νούμερα ανάλογα με το περιεχόμενο και τον σκοπό τους[58]:56.
Η θεοποίηση της μαγείας στην αρχαία Αίγυπτος ήταν η θεά Χέκα, το όνομα της οποίας σημαίνει μαγεία[60]. Εκτός από τα ξόρκια για τη μετά θάνατον ζωή, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τη μαγεία για μια σειρά από καθημερινά ζητήματα, όπως έρωτας, χρηματικά, και υγείας[61][62]
Οι ακαδημαϊκές μελέτες του 20ου αιώνα, σχεδόν σίγουρα επηρεασμένες από τις Χριστιανικές προκαταλήψεις της έννοιας της μαγείας και της θρησκείας, και την επιθυμία για την καθιέρωση της αρχαίας Ελληνικής κουλτούρας ως το θεμέλιο της Δυτικής λογικής σκέψης, ανέπτυξαν την θεωρία ότι η αρχαία Ελληνική μαγεία ήταν πρωτόγονη και όχι σημαντική, και έτσι ουσιαστικά ξεχωριστή από την Ομηρική, κοινή ("πόλις") θρησκεία. Από την τελευταία όμως δεκαετία του αιώνα, αναγνωρίζοντας την ευρεία παρουσία και τη σημαντικότητα πράξεων όπως οι καταδεσμοί (επιγραφές με κατάρες), που περιγράφονται ως μαγεία και από σύγχρονους και από αρχαίους μελετητές, η ακαδημαϊκή κοινότητα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την παραπάνω θέση[63]:90–95. Η ελληνική λέξη μαγεύω (ασκώ μαγεία) προέρχεται από τη λέξη μάγος από το Μαγοι, αρχικά ελληνική ονομασία Περσικής φυλής γνωστής για την εξάσκηση της θρησκείας[64]. Ομοίως, επανεκτιμήθηκαν μυστηριακές θρησκείες έξω από τα όριο του κράτους-πόλης[63]:97–98
Μια συνηθισμένη μορφή μαγείας στην αρχαία Ελλάδα ήταν η επίκληση χθόνιων θεοτήτων, χρησιμοποιώντας τα πνεύματα των νεκρών ως αγγελιοφόρους[65]. Μια δημοφιλής μέθοδος για αυτό ήταν να εγγράψει σε μια πλάκα από μόλυβδο τα ονόματα των ατόμων που κάποιος ήθελε να καταραστεί[65]. Κατόπιν το άτομο αυτό "ακύρωνε" την πλάκα με το να την καρφώνει με καρφιά ή καθιστώντας άχρηστη με κάποιο άλλο τρόπο[65]. Οι πλάκες αυτές ήταν γνωστές ως καταδεσμοί (λατινικά defixiones)[65][63]:95–96 και τις χρησιμοποιούσε όλη η ελληνική κοινωνία, κάποιες φορές για να προστατευτεί εξολοκλήρου όλη η πόλη[65][63]:95–96. Η κοινές, δημόσιες αυτές κατάρες γνώρισαν πτώση μετά την Ελληνική κλασική περίοδο, αλλά η ιδιωτικές κατάρες παρέμειναν καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας[66]. Χαρακτηρίστηκαν μαγικές από την ιδιωτική φύση, τα μέσα και τις κακόβουλες ιδιότητες τους[63]:96. Μια άλλη κοινή τεχνική περιελάμβανε χρήση μιας κούκλας (πρβλ. Κούκλα βουντού)[65]. Αυτός που έκανε τα ξόρκια έπαιρνε μια κούκλα με τα χέρια της δεμένα πίσω από την πλάτη και της έμπηγε καρφιά ή βελόνες[65].
Οι αρχαίοι Έλληνες συχνά φορούσαν μαγικά φυλακτά για την προστασία από τις κατάρες και την ατυχία. Φυλακτά φτιαγμένα από πολύτιμες πέτρες ή μέταλλα θεωρούνταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά[65]. Έχουν βρεθεί και μεταφραστεί μεγάλος αριθμός από μαγικούς πάπυρους στα αρχαία ελληνικά, κοπτικά, και δημώδη γραφή[67]. Περιέχουν πρώιμα παραδείγματα από τη χρήση μαγικών λέξεων, που πιστευόταν ότι είχαν τη δύναμη να εξαναγκάζουν τα πνεύματα[68][Χρειάζεται σελίδα], και τη χρήση μυστηριακών μαγικών συμβόλων για την επίκληση των πνευμάτων[69][Χρειάζεται σελίδα]. Η εξάσκηση της μαγεία απαγορεύτηκε κατά την ύστερη Ρωμαϊκή εποχή, και ο Θεοδοσιανός Κώδικας (438 μ.Χ.) αναφέρει[70]: «Αν κάποιος μάγος εμποτισμένος με τη μόλυνση της μαγείας…συλληφθεί στην ακολουθία μου ή αυτή του Καίσαρα, δεν θα γλυτώσει την τιμωρία και τα βασανιστήρια λόγω της τάξης του».
Η λέξη μάγος προέρχεται από την αρχαία περσική maguš[71]. Η ρίζα magu- προέρχεται από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκό *magh ("ικανός"), το οποίο πέρασε στην περσική γλώσσα. Οι Πέρσες κατόπιν άρχισαν να χρησιμοποιούν τη λέξη maguš (δηλαδή "ικανός [να κάνει τελετουργικά]") ή *maghu, το οποίο μπορεί να οδήγησε στο αρχαϊκό κινέζικο *Mᵞag ("μάγος" ή "σαμάνος")[72]. Η αρχαία περσική μορφή φαίνεται να διείσδυσε στις αρχαίες Σημιτικές γλώσσες, όπως το ταλμουδικό εβραϊκό magosh, το αραμαϊκό amgusha ("μάγος") και το χαλδαϊκό maghdim ("σοφία και φιλοσοφία"). Από τον πρώτο αιώνα προ Χριστού και μετά, το συριακό magusai απέκτησε κακή φήμη ως μάγοι και μάντεις[73].
Οι Μάγοι αναφέρονται και στον Ιερεμία και στην Επιγραφή του Μπεχιστούν του Δαρείου Α΄, υποδηλώνοντας ότι είχαν κερδίζει αξιοσημείωτη δύναμη και επιρροή ήδη μέχρι τα μέσα τις πρώτης χιλιετίας πρό Χριστού[74]. Κάποιοι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς συζητάνε αυτό το περσικό μάγοι στα έργα τους. Από τους πρώτους ήταν ο ιστορικός Ηρόδοτος, ο ποίος λέει ότι οι μάγοι ήταν μία από τις επτά φυλές των Μήδων και ότι υπηρετούσαν ως λειτουργοί στην Αυλή της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, όπου είχαν θέση συμβούλων του βασιλιά[75]. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, αυτοί οι Πέρσες μάγοι ήταν επίσης υπεύθυνοι διαφόρων θρησκευτικών τελετουργικών ιεροτελεστιών, δηλαδή θυσιών και ερμηνείας ονείρων[75].
Γιατί το αγριοκαίρι κρατούσε τρεις μέρες· στο τέλος κάνοντας θυσίες και με ψαλμούς μεγαλόφωνους των Μάγων στον άνεμο, κι επίσης θυσιάζοντας στη Θέτιδα και τις Νηρηίδες τον σταμάτησαν την τέταρτη μέρα — ή για κάποιο άλλο λόγο κόπασε από μόνος του.[76]
.
Κατά το τέλος του έκτου και αρχές του 5ου αιώνα π.χ., το περσικό maguš εξελληνίστηκε και πέρασε στην αρχαία Ελληνική γλώσσα ως μάγος και μάγείά[75]. Κατά τη διαδικασία αυτή η σημασία άλλαξε προς αρνητικές έννοιες, με το μάγος να θεωρείται ένας απατεώνας η τελετουργικές πρακτικές του οποίου ήταν απατηλές, παράξενες, μη συμβατικές και επικίνδυνες[75]. Η αλλαγή αυτή στη σημασία επηρεάστηκε από τις τότε στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ των Ελληνικών πόλεων-κρατών με την Περσική Αυτοκρατορία[75]. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχουν εμφανίσεις του όρου σε κείμενα όπως για παράδειγμα στον Οιδίπους Τύραννο του Σοφοκλή, όπου ο Οιδίποδας αναφέρεται υποτιμητικά στον μάντη Τειρεσία μάγος, κάτι που αντανακλά πώς αυτό το επίθετο δεν είχε πλέον χρήση μόνο για να αναφερθεί για τους Πέρσες[14].
Κατά τον πρώτο αιώνα προ Χριστού η ελληνική έννοια του μάγος υιοθετήθηκε στα λατινικά και χρησιμοποιήθηκε από αρχαίους Ρωμαίους συγγραφείς ως magus και magia[75]. Η ρωμαϊκή χρήση του όρου ήταν παρόμοια με την ελληνική, αλλά δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στη νομική χρήση του όρου[75]. Στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θεσπίστηκαν νόμοι που ποινικοποιούσαν πράγματα που θεωρούνταν ως μαγεία[79].
Κατά τον πρώτο αιώνα μετά Χριστόν, οι πρώτοι Χριστιανοί απορρόφησαν την Ελληνορωμαϊκή ιδέα για τη μαγεία στην αναπτυσσόμενη Χριστιανική θεολογία τους[79]. Αυτοί οι πρώτοι Χριστιανοί διατήρησαν την αρνητική έννοια του όρου και την ενίσχυσαν ενσωματώνοντας εννοιολογικά σχήματα από την Εβραϊκή σκέψη[79]. Έτσι, για τους πρώτους Χριστιανού συγγραφείς όπως ο Αυγουστίνος, η μαγεία δεν αποτελούσε απλά απατηλές και ανίερες τελετουργικές πρακτικές, αλλά ήταν το ακριβώς αντίθετο της θρησκείας γιατί βασιζόταν στη συνεργασία με δαίμονες, τους υποτακτικούς του Σατανά[79]. Από τότε, η ιδέα ότι η μαγεία είναι κάτι που ορίζεται σε αντίθεση με τη θρησκεία επικράτησε στη Δυτική κουλτούρα[3]. Η Χριστιανική αυτή έμφαση στην εγγενή ανηθικότητα και σφαλερότητα της μαγείας ως κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την καλή θρησκεία ήταν κατά πολύ πιο ακραία από τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες της περιόδου, τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ[80]. Για παράδειγμα, ενώ οι Χριστιανοί θεωρούσαν τους δαίμονες ως εγγενώς σατανικούς, τα τζίνι —κάτι ανάλογο με στην Ισλαμική μυθολογία— αντιμετωπίζονταν ως πιο αμφιλεγόμενες μορφές από τους Μουσουλμάνους[80].
Το «πρότυπο» του μάγου στη Χριστιανική σκέψη ενσάρκωσε ο Σίμων ο Μάγος, μια μορφή που αντιμαχόταν τον Πέτρο και στις Πράξεις των Αποστόλων και στο απόκρυφο αλλά που είχε επιρροή Πράξεις του Πέτρου[81]. Ο ιστορικός Michael Bailey εξέφρασε την άποψη ότι στη μεσαιωνική Ευρώπη η "μαγεία" ήταν μια "σχετικά ευρεία κατηγορία που περιελάμβανε πολλά πράγματα"[82]. Οι Χριστιανοί θεολόγοι πίστευαν υπήρχαν πολλά διαφορετικά είδη μαγείας, η πλειοψηφία των οποίων ήταν είδη μαντείας[83]. Για παράδειγμα, ο Άγιος Ισίδωρος συνέταξε έναν κατάλογο με τα πράγματα που θεωρούσε ως μαγεία, στα οποία περιέλαβε τα οιωνοσκοπία, νεκρομαντεία, αστρολογία, ξόρκια, οροσκόπια, φυλακτά, γεωμαντεία, υδρομαντεία, αερομαντεία, πυρομαντεία κ.α.[84].
Στην πρώιμη μεσαιωνική Ευρώπη, ο όρος μαγεία ήταν όρος για κατάκριση[85]. Στη μεσαιωνική Ευρώπη η Χριστιανοί συχνά υποπτεύονταν τους Μουσουλμάνους και τους Εβραίους για ενασχόληση με πρακτικές μαγείας[86]. Επίσης, Χριστιανικές ομάδες κατηγορούσαν αντίπαλες Χριστιανικές ομάδες —τις οποίες θεωρούσαν αιρετικές—για ενασχόληση με δραστηριότητες μαγείας[81]. Στη Μεσαιωνική Ευρώπη επίσης απαντήθηκε ο όρος maleficium για τις μορφές μαγείας που γίνονταν με την πρόθεση να βλάψουν[82]. Κατά τον μέσο Μεσαίωνα οι λέξεις για αυτούς που έκαναν αυτά τα μαγικά που σκοπό είχαν να βλάψουν εμφανίστηκαν σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες: sorcière στα Γαλλικά, Hexe στα Γερμανικά, strega στα Ιταλικά, και bruja στα Ισπανικά[87]. Ο αγγλικός όρος witch, προήρθε από τον όρος της Παλαιό-αγγλικής γλώσσας wicce[87].
Κατά την πρώιμη σύγχρονη περίοδο, η έννοια της μαγείας επανεκτιμήθηκε πιο θετικά μέσω της ανάπτυξης της έννοιας της During the early modern period, the concept of magic underwent a more positive reassessment through the development of the concept of φυσικής μαγείας (magia naturalis)[79]. Ο όρος εισήχθη και αναπτύχθηκε από δύο Ιταλούς ουμανιστές, τον Μαρσίλιο Φιτσίνο και τον Τζοβάνι Πίκο ντε λα Μιράντολα[79]. Για αυτούς, ο όρος μαγεία ήταν μια βασική δύναμη που διέπει πολλές φυσικές διαδικασίες[79], άποψη θεμελιωδώς διαφορετική από την κυρίαρχη Χριστιανική ιδέα της δαιμονικής μαγείας[88]. Οι ιδέες τους επηρέασαν μια σειρά από επόμενους φιλόσοφους και συγγραφείς, μεταξύ των οποίων ο Παράκελσος, ο Τζορντάνο Μπρούνο, Γιόχαν Ρόιχλιν, και Γιοχάνες Τριθέμιους[79]. Σύμφωνα με τον ιστορικό Richard Kieckhefer, η έννοια της magia naturalis «εδραιώθηκε σταθερά στην Ευρωπαϊκή κουλτούρα» κατά τον 14ο και 15ο αιώνα[89], τραβώντας το ενδιαφέρον φυσικών φιλόσοφων διαφόρων θεωρητικών προσανατολισμών, περιλαμβανομένων των Αριστοτελιστών, των Νεοπλατωνιστών, και των Ερμητιστών[90]. Παρά αυτό το γεγονός, δεν υπερκέρασε τις κλασικές πεποιθήσεις προς τη μαγεία στη Δύση, οι οποίες παρέμεναν κατά το μεγαλύτερο μέρος αρνητικές[91]. Την ίδια περίοδο που η magia naturalis προσέλκυε ενδιαφέρον και ήταν εν γένει αποδεκτή, η Ευρώπη γνώρισε μια δίωξη μαγισσών που πιστεύονταν ένοχες για την εξάσκηση της maleficia (πρακτικών μαγείας με σκοπό να βλάψουν)[90].
Ενώ οι υποστηρικτές της magia naturalis επέμεναν ότι δεν βασίζονταν στις ενέργειες των δαιμόνων, οι επικριτές τους διαφωνούσαν, λέγοντας ότι οι δαίμονες είχαν παραπλανήσει αυτούς τους θαυματοποιούς[92]. Μέχρι τον 17ο αιώνα η έννοια της φυσικής μαγείας είχε περάσει σε περισσότερο «φυσιοκρατική» κατεύθυνση, με τις διακρίσεις μεταξύ αυτής και της επιστήμης γίνονται ασαφή[93]. Η εγκυρότητα της φυσικής μαγείας ως έννοιας για την κατανόηση του σύμπαντος δέχτηκε αυξανόμενη κριτική κατά την εποχή του Διαφωτισμού τον 18ο αιώνα[91].
Στη διαλογική της πρώιμης σύγχρονης Ευρώπης ο όρος μαγεία συνέχισε να χρησιμοποιείται με αρνητική χροιά. Οι Προτεστάντες συχνά επεδίωκαν να δυσφημίσουν τις Ρωμαιοκαθολικές λειτουργικές και λατρευτικές πρακτικές ως περισσότερο μαγικές παρά θρησκευτικές[94]. Αυτές οι κατηγορίες απασχολούσαν πολλούς Ρωμαιοκαθολικούς, και για αρκετούς αιώνες διάφοροι Καθολικοί συγγραφείς αφιέρωσαν την προσοχή τους στο να επιχειρηματολογήσουν ότι οι πρακτικές τους ήταν θρησκευτικές παρά μαγικές[24]. Παράλληλα, οι Προτεστάντες συχνά χρησιμοποιούσαν την κατηγορία της μαγείας εναντίον άλλων Προτεσταντικών ομάδων με τις οποίες ήταν σε διαμάχη[95].
Τον 16ο αιώνα, οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες άρχισαν να κατακτούν και να αποικίζουν άλλες ηπείρους, και κάνοντας αυτό χρησιμοποίησαν τους όρους μαγεία για πρακτικές που ασκούσαν οι λαοί που συναντούσαν[96]. Συνήθως, οι Ευρωπαίοι αποικιοκράτες θεωρούσαν τους ιθαγενείς ως πρωτόγονους και άγριους τα συστήματα πεποιθήσεων των οποίων ήταν διαβολικά και έπρεπε να εξαλειφθούν και να αντικατασταθούν από τον Χριστιανισμό[97]. Επειδή οι Ευρωπαίοι κατά κανόνα έβλεπαν τους μη Ευρωπαϊκούς λαούς ως ηθικά και πνευματικά κατώτερους από εκείνους, έβλεπαν επόμενο ότι εκείνες οι κοινωνίες θα ήταν πιο επιρρεπείς στην εξάσκηση της μαγείας[98]. Οι γυναίκες που ασκούσαν παραδοσιακά τελετουργικά χαρακτηρίζονταν από τους Ευρωπαίους ως "μάγισσες"[98].
Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτές οι Ευρωπαϊκές έννοιες και όροι πέρασαν από μεταλλάξεις καθώς ανακατεύτηκαν με ιθαγενείς έννοιες[100]. Στη Δυτική Αφρική για παράδειγμα, οι Πορτογάλοι εξερευνητές εισήγαγαν τον όρο και την έννοια feitiçaria (μεταφραζόμενο συνήθως ως μαγεία ή μαύρη μαγεία) και feitiço (ξόρκι) στον ντόπιο πληθυσμό, όπου μεταλλάχθηκε στην έννοια του φετίχ. Όταν μετέπειτα Ευρωπαίοι ήρθαν σε επαφή με αυτές τις κοινωνίες της Δυτικής Αφρικής, πίστεψαν λανθασμένα ότι fetiche ήταν ιθαγενής Αφρικανικός όρος παρά αποτέλεσμα παλιότερων επαφών μεταξύ των δύο ηπείρων[100]. Κάποιες φορές, οι ίδιοι οι πληθυσμοί που υποτάχθηκαν από την αποικιοκρατία υιοθέτησαν τους Ευρωπαϊκούς όρους για τους δικούς τους σκοπούς. Στις αρχές του 19ου αιώνα, η νέα ανεξάρτητη κυβέρνηση της Αϊτής του του Ζαν-Ζακ Ντεσαλίν άρχισε να καταστέλλει την πρακτική του Βουντού, και το 1835 Αϊτινοί νόμοι κατηγοριοποίησαν άλλες τις πρακτικές Βουντού ως sortilège (μαγεία/μαύρη μαγεία), υπονοώντας ότι όλες γίνονταν με σκοπό να προκαλέσουν κακό, ενώ μεταξύ αυτών που ασκούσαν τις πρακτικές του Βουντού η εκτέλεση τελετουργικών που προκαλούν κακό ήταν ήδη σε ξεχωριστή και διαφορετική κατηγορία, γνωστή ως maji[99].
Μετά τον 19ο αιώνα οι Ευρωπαίοι διανοούμενοι δεν έβλεπαν πια την εξάσκηση της μαγείας υπό το πρίσμα της αμαρτίας και αντίθετα θεωρούσαν τις πρακτικές και πεποιθήσεις της μαγείας ως "έναν εκκεντρικό τρόπο σκέψης αντιπαραβαλλόμενο με την κυρίαρχη λογική της κουλτούρας - σημάδι ψυχολογικού ελαττώματος και φυλετικής ή πολιτισμικής κατωτερότητας"[101]. Καθώς η μορφωμένες ελίτ των Δυτικών κοινωνιών σταδιακά απέρριπταν την αποτελεσματικότητα των μαγικών πρακτικών, τα νομικά συστήματα σταμάτησαν να απειλούν τους ασκούντες μαγικές πρακτικές με ποινές για τα εγκλήματα του σατανισμού και της μαγείας, και αντίθετα τους απειλούσαν με τις κατηγορίες της εξαπάτησης, υποσχόμενα σε άτομα πράγματα που δεν μπορούσαν να τους παρέχουν[102].
Αυτή η εξάπλωση της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατικής δύναμης ανά τον κόσμο επηρέασε το πώς θα προσδιόριζαν οι ακαδημαϊκοί την έννοια της μαγεία[23]. Κατά τον 19ο αιώνα, κάποιοι μελετητές υιοθέτησαν την παραδοσιακή, αρνητική έννοια της μαγείας[91]. Το ότι επέλεξαν να το κάνουν αυτό δεν ήταν αναπόφευκτο, γιατί θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα διακεκριμένων Δυτικών εσωτεριστών που ήταν ενεργοί την περίοδο, όπως την Έλενα Μπλαβάτσκι που είχε επιλέξει να χρησιμοποιήσει τον όρο και την έννοια της μαγείας με θετική έννοια[91]. Πολλοί συγγραφείς επίσης χρησιμοποίησαν την έννοια της μαγείας για να κριτικάρουν τη θρησκεία, επιχειρηματολογώντας ότι δεύτερη ακόμα παρουσίαζε πολλά από τα αρνητικά χαρακτηριστικά της πρώτης. Ένα παράδειγμα αυτού είναι ο Αμερικανός δημοσιογράφος Χένρι Μένκεν στο έργο του του 1930 Treatise on the Gods (Πραγματεία για τους Θεούς). Επεδίωξε να κριτικάρει τη θρησκεία συγκρίνοντάς την με τη μαγεία, επιχειρηματολογώντας ότι η διάκριση μεταξύ τους ήτα λάθος τοποθετημένη[103]. Σε σύγχρονα πλαίσια αναφοράς η λέξη 'μαγεία κάποιες φορές χρησιμοποιήθηκε για να «περιγράψει ένα είδος ενθουσιασμού, θαυμασμού, ή ξαφνικής χαράς», και σε τέτοιο πλαίσιο μπορεί να είναι «ένας όρος που εκτιμάται πολύ»[104].
Η σύγχρονη Δυτική μαγεία έχει αμφισβητήσει ευρέως αποδεκτές προκαταλήψεις για τη σύγχρονη θρησκεία και πνευματικότητα[105]. Η πολεμική για τη μαγεία επηρέασαν την αυτό-αντίληψη των σύγχρονων θαυματοποιών, κάποιοι από τους οποίους —όπως ο Άλιστερ Κρόουλι και ο Ιούλιος Έβολα—ήταν πολύ καλοί γνώστες της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας για το θέμα[106]. Σύμφωνα με τον μελετητή της θρησκείας Henrik Bogdan, «σαφώς η πιο γνωστή εκ των έσω περιγραφή του όρου μαγεία, έχει δοθεί από τον Κρόουλι»[106]. Ο Κρόουλ—που προτιμούσε τον όρο "magick" αντί για "magic" για τη διαφοροποιήσει από τις παραστάσεις μαγείας[107]—πίστευε ότι η «Η Magick είναι η Επιστήμη και Τέχνη του να επιφέρεις την εμφάνιση της Αλλαγής σε συμφωνία με τη Βούληση»[106]. Ο ορισμός του Κρόουλι επηρέασε αυτούς των κατοπινών θαυματοποιών[106]. Για παράδειγμα η Ντίον Φόρτσιουν της Αδελφότητας του Εσωτερικού Φωτός δήλωσε ότι «Η Μαγεία είναι η τέχνη του να αλλάζεις τη συνείδηση σύμφωνα με τη Βούληση»[106]. Ο Τζέραλντ Γκάρντνερ, ιδρυτής του ομώνυμου Wicca, δήλωσε ότι η μαγεία «επιχειρούσε να προκαλέσει το φυσικώς ασυνήθιστο»[106], ενώ ο Άντον Λαβέι , ιδρυτής της Εκκλησίας του Σατανά, περιέγραψε τη μαγεία ως «την αλλαγή σε καταστάσεις ή γεγονότα σε αντιστοιχία με τη βούληση κάποιου, η οποία αλλαγή, χρησιμοποιώντας κανονικές αποδεκτές μεθόδους, δεν θα αλλάζει»[106].
Αυτές οι σύγχρονες Δυτικές απόψεις για τη μαγεία βασίζονται στην πεποίθηση σε μια αντιστοιχία με μια άγνωστη αποκρυφιστική δύναμη που διέπει το Σύμπαν[108]. Όπως παρατήρησε ο Hanegraaff, αυτό λειτούργησε βάση μιας νέας έννοιας της μαγείας, που δεν θα μπορούσε να υπάρξει σε προηγούμενες περιόδους, γιατί έχει εξελιχθεί σε αντίδραση στην «αφαίρεση από τον κόσμο της μαγείας»[108]. Για πολλούς, και ίσως τους περισσότερους, Δυτικούς θαυματοποιούς, ο σκοπός της μαγείας ορίζεται ως η προσωπική πνευματική εξέλιξη[109]. Η αντίληψη της μαγείας ως μορφή αυτό-ανάπτυξης είναι κεντρική στον τρόπο με τον οποίο πρακτικές εξάσκησης μαγείας έχουν υιοθετηθεί σε μορφές του νεοπαγανισμού και το φαινόμενο του κινήματος της Νέας Εποχής[109].
Πολλές από τις πρακτικές που έχουν χαρακτηριστεί ως μαγεία μπορεί να τις κάνει ο καθένας[110]. Για παράδειγμα, κάποια ξόρκια μπορούν να ειπωθούν από άτομα τα οποία δεν έχουν κάποια ειδική γνώση ή ισχυρισμό ότι έχουν συγκεκριμένες δυνάμεις[110]. Άλλα απαιτούν εξειδικευμένη εκπαίδευση για την πραγματοποίηση του[110]. Κάποια από τα άτομα που πραγματοποιούν μαγικές πράξεις όχι περιστασιακά έχουν χαρακτηριστεί ως μάγοι, ή με παρόμοιους (sorcerers, witch κ.τ.λ.)[110] (στα ελληνικά ο όρος θαυματοποιός έχει πολλές φορές επίσης αυτήν την έννοια). Η ταυτότητα ως μπορεί να προέρχεται από τον αυτοπροσδιορισμό ως τέτοιου ή από απόδοση της από άλλους[110]. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, κάποιος μπορεί να αποδεχτεί αυτήν την ταυτότητα, ή να την απορρίψει, κάποιες φορές εντονότατα[110].
Μπορεί να υπάρχουν οικονομικά κίνητρα που ενθαρρύνουν άτομα να αναπροσδιοριστούν ως μάγοι[102]. Στην περίπτωση διάφορων μορφών εμπειρικών θεραπευτών, όπως και σε προχωρημένο επίπεδο μάγων ή θαυματοποιών παραστάσεων, η ταυτότητα μάγος / θαυματοποιός μπορεί να είναι ουσιαστικά περιγραφή επαγγέλματος[110]. Άλλοι διεκδικούν αυτήν την ταυτότητα από γνήσια πεποίθηση τους ότι κατέχουν συγκεκριμένες ασυνήθιστες δυνάμεις ή ταλέντα[111].
Κάποιοι ιστορικοί έχουν κάνει τη διαφοροποίηση μεταξύ αυτών που ασχολούνται με την υψηλή μαγεία, και αυτούς που ασχολούνται με την κατώτερη μαγεία[112]. Σε αυτό το πλαίσιο, η υψηλή μαγεία θεωρείται ως πιο περίπλοκη, που περιέχει μεγάλες και λεπτομερείς τελετές καθώς και εξεζητημένα, και κάποιες φορές ακριβά σύνεργα[112]. Η κατώτερη μαγεία σχετίζεται μα απλούστερα τελετουργικά όπως σύντομα, προφορικά ξόρκια[112].
Αυτοί που θεωρούνταν ότι ήταν μάγοι συχνά αντιμετώπιζαν την καχυποψία από την κοινωνία τους[113]. Αυτό είναι ιδιαίτερα η περίπτωση που αυτοί που τους υποψιάζονταν ως μάγοι είχαν σχέση με ομάδες που ήδη θεωρούνταν ηθικά ύποπτες, όπως ξένοι, γυναίκες και κατώτερες τάξεις[114]. Σε αντίθεση με αυτούς τους αρνητικούς συσχετισμούς, πολλοί που ασκούν πρακτικές που έχουν χαρακτηριστέι ως μαγικές, έχουν τονίσει ότι οι πράξεις τους είναι καλές και ευεργετικές[115]. Αυτό ήταν σε αντίθεση με την κλασική Χριστιανική άποψη που έβλεπε ότι όλες τις δραστηριότητες που κατηγοριοποιούνται ως μαγεία ήταν εγγενώς κακές ανεξάρτητα από την πρόθεση, γιατί η πράξεις μαγείας βασίζονταν στη βοήθεια των δαιμόνων[80].
Στις Δυτικές κοινωνίες η πρακτική της μαγείας, ειδικά όταν είναι επιβλαβής, συνήθως είχε συσχετιστεί με τις γυναίκες[116]. Για παράδειγμα, κατά τις δίκες των μαγισσών κατά την πρώιμη σύγχρονη εποχή, περίπου τα τρία τέταρτα από αυτούς που εκτελέστηκαν ως μάγοι ήταν γυναίκες, με μόνο το ένα τέταρτο να είναι άντρες[117]. Το ότι οι γυναίκες ήταν πιθανότερο να κατηγορηθούν και να καταδικαστούν για μαύρη μαγεία εκείνη την περίοδο μπορεί να ήταν επειδή η νομική υπόσταση τους ήταν ευάλωτη, με τις γυναίκες να έχουν λίγη ή καθόλου νομικά δικαιώματα ανεξάρτητα από τους άντρες συγγενείς τους[117]. Η εννοιολογική επίσης σύνδεση μεταξύ γυναικών και μαγείας στη Δυτική κουλτούρα μπορεί να προκύπτει από το γεγονός ότι πολλές δραστηριότητες που θεωρούνταν ότι ανήκουν στη σφαίρα της μαγείας —π.χ. από τελετουργικά για αύξηση της γονιμότητας μέχρι φίλτρα για αποβολές— ανήκαν στο γυναικείο πεδίο[118]. Μπορεί επίσης να σχετίζεται με το γεγονός ότι οι Δυτικές κουλτούρες κατά ιστορικές περιόδους έχουν απεικονίσει τις γυναίκες ως κατώτερες από τους άντρες διανοητικά, πνευματικά και σωματικά[119].
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.