τρυποκάρυδοςτρυποκάρυδο n (trypokárydo) τρυπ(ώ) (tryp(ó), “在……開洞”) + καρυδ(ια) (karyd(ia), “核桃樹”) τρυποκάρυδος (trypokárydos) m (复数 τρυποκάρυδοι) 啄木鳥 Γούντι ο Τρυποκάρυδος
ανδροκρατούμενοςανδροκρατούμενος (androkratoúmenos) m (陰性 ανδροκρατούμενη,中性 ανδροκρατούμενο) 男性主導的 ανδροκρατούμενος 的變格 參見:ανδροκρατία f (androkratía, “男性主導”)、άνδρας m
δάσοςδάσος (dásos) n (复数 δάση) 樹林,叢林 Ρομπέν των Δασών ― Rompén ton Dasón ― Robin Hood δάσος的變格 δέντρο n (déntro, “樹”) δασάκι n (dasáki, “小樹林”) δασαρχείο (dasarcheío)
ροδάκινο斷字:ρο‧δά‧κι‧νο ροδάκινο (rodákino) n (复数 ροδάκινα) 桃子 Ξεφλουδίζω ένα ροδάκινο. Xefloudízo éna rodákino. 我剝了個桃子。 Δύο κονσέρβες κομπόστα ροδάκινο. Dýo konsérves
οδοντίατροςοδοντογιατρός m 或 f (odontogiatrós) 源自οδοντ- (odont-, “牙齒”) + ιατρός (iatrós, “醫生”),仿譯自德語 Zahnarzt。 οδοντίατρος (odontíatros) m 或 f (复数 οδοντίατροι)