ανθρώπινος參見:ανθρωπινός 源自古希臘語 ἀνθρώπινος (anthrṓpinos)。 ανθρώπινος (anthrópinos) m (陰性 ανθρώπινη,中性 ανθρώπινο) 人的 το ανθρώπινο σώμα ― to anthrópino sóma ― 人體 ανθρώπινο
άνθρωποςάνθρωπος的變格 αγριάνθρωπος m (agriánthropos, “野蠻人”) ανθρωπάκι n (anthropáki, 指小詞) ανθρωπάριο n (anthropário, 指小詞) ανθρωπεύω (anthropévo, “教化,使開化”) ανθρωπιά f
ανθρωποσφαγήανθρωπο- (anthropo-, “人”) + σφαγή (sfagí, “屠宰”) ανθρωποσφαγή (anthroposfagí) f (复数 ανθρωποσφαγές) 屠殺 ανθρωποσφαγή的變格
ανθρωποκτονίαάνθρωπος (ánthropos, “人”) + -κτονία (-ktonía, “殺”) 國際音標(幫助): /anθɾopoktoˈnia/ 斷字:αν‧θρω‧πο‧κτο‧νί‧α ανθρωποκτονία (anthropoktonía) f (复数 ανθρωποκτονίες)
ανθρωπολογίαανθρωπολογία (anthropología) f (复数 ανθρωπολογίες) (社會科學) 人類學 ανθρωπολογία的變格 (縮寫) ανθρωπ. (anthrop.) ανθρωπολογικά (anthropologiká, “人類學上”) ανθρωπολογικός