ψύλλος源自古希臘語 ψύλλος (psúllos)。 ψύλλος (psýllos) m (复数 ψύλλοι) 跳蚤 ψύλλος的變格 για ψύλλου πήδημα (gia psýllou pídima) γυρεύω ψύλλους στα άχυρα (gyrévo psýllous
ψυχαγωγία源自古希臘語 ψυχαγώγιον (psukhagṓgion)。 ψυχαγωγία (psychagogía) f 娛樂,消遣 ψυχαγωγία (psychagogía)的變格 ψυχαγωγικός (psychagogikós) ψυχαγωγός (psychagogós) ψυχαγωγώ (psychagogó)
καυλί源自古希臘語 καυλίον (kaulíon),源自καυλός (kaulós, “莖,稈”)。 韻部:-i καυλί (kavlí) n (复数 καυλιά) (口語,粗俗) 陰莖,屌 (特指) 龜頭 καυλί的變格 (陰莖): πέος n (péos) (禮貌用語), ανδρικό μόριο n
ψυχοσωματικόςψυχοσωματική,中性 ψυχοσωματικό) (醫學) 身心的 ψυχοσωματικός 的變格 參見:ψυχή f (psychí, “靈魂”) & σώμα n (sóma, “身體”) ψυχοσωματικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
κυψέλη頁 κυψέλη (kypséli) f (复数 κυψέλες) 蜂巢 蜂群 κυψέλη的變格 μελίσσι n (melíssi, “蜂巢;蜂群”) κηρήθρα f (kiríthra, “蜂蠟;蜂房”) κυψελίδα f (kypselída, “耳垢;肺泡”) κυψέλη在希臘語維基百科上的資料。維基百科