ρόδο參見:Ρόδο 源自古希臘語 ῥόδον (rhódon, “玫瑰,薔薇”)。 ρόδο (ródo) n (复数 ρόδα) 玫瑰花,薔薇花 ρόδο的變格 τριαντάφυλλο n (triantáfyllo) ροδόκηπος m (rodókipos, “玫瑰園”) τριανταφυλλιά f
ρόμβος參見:ῥόμβος 源自古希臘語 ῥόμβος (rhómbos)。 ρόμβος (rómvos) m (复数 ρόμβοι) (幾何學) 菱形 (口語) 鑽石 (航海,羅盤的) 方位點 ρόμβος的變格 παραλληλόγραμμο n (parallilógrammo, “平行四邊形”) ρό
μέλαςHippocrates, περὶ νούσων 2.73 μέλᾱς;μέλαινᾰ;μέλᾰν的第一、第三類變格(阿提卡) μέλᾱς;μέλαινᾰ;μέλᾰν的第一、第三類變格(史詩) κελαινός (kelainós) μελάγχιμος (melánkhimos) ἀμφιμέλας (amphimélas)
λευκός(白色的): μέλᾱς (mélās) διάλευκος (diáleukos) κρόκος λευκός (krókos leukós) λευκᾰ́νθεμον (leukánthemon) Λευκᾰ́ς (Leukás) Λεύκιππος (Leúkippos) Λευκοθέᾱ (Leukothéā)
πράσινος(prásino fos, “綠燈”) πρασινούλης (prasinoúlis) (指小詞) πρασινούτσικος (prasinoútsikos, “偏綠的”) πρασινωπός (prasinopós, “偏綠的”) καταπράσινος (kataprásinos, “深綠色的”)