源自古希臘語 ἐμπόριος (empórios),源自ἔμπορος (émporos)。
- 國際音標(幫助):/em.ˈbo.ɾi.o/
- 斷字:εμ‧πό‧ρι‧ο
εμπόριο (empório) n (不可数)
- 貿易,交易
更多信息 單數, 主格 ...
|
單數
|
主格
|
εμπόριο •
|
屬格
|
εμπορίου •
|
賓格
|
εμπόριο •
|
呼格
|
εμπόριο •
|
εμπόρια、εμπορίων的複數形可能會被認為不符合語法規則。
|
关闭
- αντιεμπορικός (antiemporikós, “非商業的,非營利的”)
- εμποράκος m (emporákos, “小商人”)
- εμπορείο n (emporeío, “貿易中心”)
- εμπόρευμα n (empórevma, “商品,貨物”)
- εμπορευματοκιβώτιο n (emporevmatokivótio, “集裝箱”)
- εμπορευματοποίηση f (emporevmatopoíisi, “商業化”)
- εμπορεύομαι (emporévomai, “交易”)
- εμπορεύσιμος (emporéfsimos, “可出售的;有銷路的”)
- εμπορία f (emporía, “貿易,交易”)
- εμπορικό κέντρο n (emporikó kéntro, “購物中心”)
- εμπορικό n (emporikó, “商店”)
- εμπορικός (emporikós, “貿易的,商業的”)
- εμπορικότητα f (emporikótita)
- εμποριολογία f (emporiología, “商務,商業”)
- εμπόρισσα f (empórissa, “商人”)
- εμπορομεσίτης m (emporomesítis, “商業經紀人”)
- εμπορομεσίτης m (emporomesítis, “商業經紀人”)
- εμποροπανήγυρη f (emporopanígyri, “交易會”)
- εμποροπλοίαρχος m (emporoploíarchos)
- έμπορος m (émporos, “商人”)
- εμποροϋπάλληλος m 或 f (emporoÿpállilos, “店員,售貨員”)
- λαθρέμπορος m (lathrémporos, “走私犯”)
- λιανεμπόριο n (lianempório, “零售店”)
- παραεμπόριο n (paraempório, “非法交易”)
- χονδρεμπόριο n (chondrempório, “批發店”)