ψύλλος源自古希臘語 ψύλλος (psúllos)。 ψύλλος (psýllos) m (复数 ψύλλοι) 跳蚤 ψύλλος的變格 για ψύλλου πήδημα (gia psýllou pídima) γυρεύω ψύλλους στα άχυρα (gyrévo psýllous
μαυροπούλι源自μαύρος (mávros, “黑色的”) + πουλί (poulí, “鳥”)。 國際音標(幫助): /ma.vroˈpu.li/ 斷字:μαυ‧ρο‧πού‧λι μαυροπούλι (mavropoúli) n (复数 μαυροπούλια) (口語) 椋鳥 μαυροπούλι的變格
ψαρόνιψαρόνι (psaróni) n (复数 ψαρόνια) (總稱) 椋鳥 (Sturnidae) 歐洲椋鳥(Sturnus vulgaris) ψαρόνι的變格 (總稱): μαυροπούλι n (mavropoúli) ευρωπαϊκό ψαρόνι n (evropaïkó psaróni
ψάρι/ˈpsa.ɾi/ 斷字:ψά‧ρι ψάρι (psári) n (复数 ψάρια) 魚 近義詞:(過時) ιχθύς (ichthýs),古舊拼寫:ἰχθύς (比喻義) 天真的人 (貶義) 新手,菜鳥 ψάρι的變格 σκυλόψαρο n (skylópsaro, “角鯊”) ψάρακας m (psárakas
αλιεύω(比喻義) 尋找,搜尋 αλιεύω αλιεύομαι ψαρεύω (psarévo) αλιευτικός (alieftikós) 並參見:αλιεία n (alieía, “捕魚,釣魚”) αλιεύω in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary