αμαρτία參見:ἁμαρτία 源自古希臘語 ἁμαρτία (hamartía)。 αμαρτία (amartía) f (复数 αμαρτίες) (宗教) 罪過 過錯,錯誤 私通 αμαρτία的變格 αμάρτημα n (amártima) ανόμημα n (anómima) αμαρτάνω
τραυματίαςmaˈti.as/ 斷字:τραυ‧μα‧τί‧ας τραυματίας (travmatías) m 或 f (复数 τραυματίες) 傷者 τραυματίας的變格 πολυτραυματίας m 或 f (polytravmatías, “多次受傷者”) τραυματίζω (travmatízo
τραυματίζωτραυματίζω (traumatízō)。 τραυματίζω (travmatízo) (過去簡單式 τραυμάτισα,被動語態 τραυματίζομαι) 受傷 τραυματίζω τραυματίζομαι τραυματισμός (travmatismós) τραύμα n
γραμματείαγραμματεία (grammateía) f (复数 γραμματείες) 秘書處 γραμματεία的變格 γραμματοκιβώτιο n (grammatokivótio, “信箱”) γραμματόσημο n (grammatósimo, “郵票”) γραμματοθήκη f
αιμομίκτριααιμομίχτρια f (aimomíchtria) αιμομίκτρια (aimomíktria) f (复数 αιμομίκτριες,阳性 αιμομίκτης) 亂倫者 αιμομίκτρια的變格 參見:αιμομιξία f (aimomixía, “亂倫”)