συμβουλεύω
来自维基词典,自由的词典
来自维基词典,自由的词典
源自古希臘語 συμβουλεύω (sumbouleúō)。等同於(συν-) συμ- + 古語動詞 βουλεύω (bouleúō, “商量”),源自βουλή f (boulḗ, “決定”) βουλ- + -εύω (動詞後綴)。
συμβουλεύω (symvoulévo) (過去簡單式 συμβούλεψα/συμβούλευσα/συνεβούλευσα,被動語態 συμβουλεύομαι)
主動態 ➤ | 被動態 ➤ | |||
直陳語氣 ➤ | 未完成體 ➤ | 完成體 ➤ | 未完成體 | 完成體 |
非過去式 ➤ | 現在 ➤ | 非獨立形 ➤ | 現在 | 非獨立形 |
1 單 | συμβουλεύω | συμβουλέψω, συμβουλεύσω | συμβουλεύομαι | συμβουλευτώ, συμβουλευθώ |
2 單 | συμβουλεύεις | συμβουλέψεις, συμβουλεύσεις | συμβουλεύεσαι | συμβουλευτείς, συμβουλευθείς |
3 單 | συμβουλεύει | συμβουλέψει, συμβουλεύσει | συμβουλεύεται | συμβουλευτεί, συμβουλευθεί |
1 複 | συμβουλεύουμε, [‑ομε] | συμβουλέψουμε, [‑ομε], συμβουλεύσουμε, [‑ομε] | συμβουλευόμαστε | συμβουλευτούμε, συμβουλευθούμε |
2 複 | συμβουλεύετε | συμβουλέψετε, συμβουλεύσετε | συμβουλεύεστε, συμβουλευόσαστε | συμβουλευτείτε, συμβουλευθείτε |
3 複 | συμβουλεύουν(ε) | συμβουλέψουν(ε), συμβουλεύσουν(ε) | συμβουλεύονται | συμβουλευτούν(ε), συμβουλευθούν(ε) |
過去式 ➤ | 過去未完成時 ➤ | 一般過去式 ➤ | 過去未完成時 | 一般過去式 |
1 單 | συμβούλευα | συμβούλεψα, συμβούλευσα, {συνεβούλευσα} | συμβουλευόμουν(α) | συμβουλεύτηκα, συμβουλεύθηκα |
2 單 | συμβούλευες | συμβούλεψες, συμβούλευσες, {συνεβούλευσες} | συμβουλευόσουν(α) | συμβουλεύτηκες, συμβουλεύθηκες |
3 單 | συμβούλευε | συμβούλεψε, συμβούλευσε, {συνεβούλευσε} | συμβουλευόταν(ε) | συμβουλεύτηκε, συμβουλεύθηκε |
1 複 | συμβουλεύαμε | συμβουλέψαμε, συμβουλεύσαμε | συμβουλευόμασταν, (‑όμαστε) | συμβουλευτήκαμε, συμβουλευθήκαμε |
2 複 | συμβουλεύατε | συμβουλέψατε, συμβουλεύσατε | συμβουλευόσασταν, (‑όσαστε) | συμβουλευτήκατε, συμβουλευθήκατε |
3 複 | συμβούλευαν, συμβουλεύαν(ε) | συμβούλεψαν, συμβούλευσαν, {συνεβούλευσαν} | συμβουλεύονταν, (συμβουλευόντουσαν) | συμβουλεύτηκαν, συμβουλευτήκαν(ε), συμβουλεύθηκαν, συμβουλευθήκαν(ε) |
將來時 ➤ | 持續將來時 ➤ | 一般將來時 ➤ | 持續將來時 | 一般將來時 |
1 單 | θα συμβουλεύω ➤ | θα συμβουλέψω / συμβουλεύσω ➤ | θα συμβουλεύομαι ➤ | θα συμβουλευτώ / συμβουλευθώ ➤ |
2,3 單, 1,2,3 複 | θα συμβουλεύεις, … | θα συμβουλέψεις / συμβουλεύσεις, … | θα συμβουλεύεσαι, … | θα συμβουλευτείς / συμβουλευθείς, … |
完成體 ➤ | 完成體 | |||
現在完成時 ➤ | έχω, έχεις, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει | έχω, έχεις, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί | ||
過去完成時 ➤ | είχα, είχες, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει | είχα, είχες, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί | ||
將來完成時 ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμβουλέψει / συμβουλεύσει | θα έχω, θα έχεις, … συμβουλευτεί / συμβουλευθεί | ||
虛擬語氣 ➤ | 使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。 | |||
祈使語氣 ➤ | 未完成體 | 完成體 | 未完成體 | 完成體 |
2 單 | συμβούλευε | συμβούλεψε / συμβούλευ' 1, συμβούλευσε | — | συμβουλέψου, συμβουλεύσου |
2 複 | συμβουλεύετε | συμβουλέψτε / συμβουλεύτε2, συμβουλεύστε | συμβουλεύεστε | συμβουλευτείτε, συμβουλευθείτε |
其他形式 | 主動態 | 被動態 | ||
現在分詞➤ | συμβουλεύοντας ➤ | — | ||
完成分詞➤ | έχοντας συμβουλέψει / συμβουλεύσει ➤ | — | ||
非限定形➤ | συμβουλέψει, συμβουλεύσει | συμβουλευτεί, συμβουλευθεί | ||
注釋 Appendix:希臘語動詞 |
1. 口語接形完成命令式 + 冠詞&名詞、弱代詞的賓格形。如:συμβούλευ' τον(“勸告他!”) 2. 口語。 • 帶 -ευσ- 的主動形及帶 -ευθ- 的被動形更為正式。 • (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。 | |||
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.