έρχομαι(過去簡單式 ήρθα/ήλθα) (最常用異項) 來 Την είδα να έρχεται στην κατεύθυνσή μου. ― Tin eída na érchetai stin katéfthynsí mou. ― 我看見她往我這邊走來。 Ήρθε ακόμα ο γιατρός; ― Írthe
ημερονύκτιοημερονύχτιο n (imeronýchtio) 源自ημέρα (iméra, “白天”) + νύχτα (nýchta, “夜晚”) ημερονύκτιο (imeronýktio) n (复数 ημερονύκτια) 一天一夜,一晝夜 ημερονύκτιο的變格 參見:νύχτα f
ρούχοrucho)。 ρούχο (roúcho) n (复数 ρούχα) 衣服 (複數) 服裝,服裝 ρούχο的變格 ένδυμα n (éndyma) πλυντήριο ρούχων n (plyntírio roúchon, “洗衣機”) φύλαγε τα ρούχα σου να 'χεις τα μισά
αγριοπερίστεροαγριο- (agrio-, “野生的”) + περιστέρι (peristéri, “鴿”) αγριοπερίστερο (agrioperístero) n (复数 αγριοπερίστρα) 原鴿 (Columba livia) αγριοπερίστερο的變格 περιστέρι n
χύνω源自中古希臘語,源自通用希臘語 χύνω (khúnō),源自古希臘語 χέω (khéō)。 國際音標(幫助): [ˈçino] 斷字:χύ‧νω χύνω (chýno) (過去簡單式 έχυσα) (不及物,最常用) 倒,灑,潑 Ποιος έχυσε το γάλα στο πάτωμα; Poios échyse