εξόριστοςεξόριστος (exóristos) m (陰性 εξόριστη,中性 εξόριστο) 流亡的 εξόριστος 的變格 εξορία f (exoría, “流放,放逐”) εξορίζω (exorízo, “流放”) εξόριστος (exóristos) m (复数 εξόριστοι,阴性
όξινοςόξινος (óxinos) m (陰性 όξινη,中性 όξινο) (化學) 酸性的 酸的 όξινος 的變格 οξύς (oxýs, “酸的,尖酸的”) ξινός (xinós, “酸的”) όξινη βροχή (óxini vrochí, “酸雨”)