κουνέλιcuneli)。通用希臘語作κύνικλος m (kúniklos)(〈罕〉 κόνικλος)。參見拉丁語cunīculus。對比英語cony。 國際音標(幫助): /kuˈneli/ 斷字:κου‧νέ‧λι κουνέλι (kounéli) n (复数 κουνέλια) 兔 κουνέλι的變格 〈废〉 κόνικλος m
αντιπολιτευτικόςαντιπολιτευτικός (antipoliteftikós) m (陰性 αντιπολιτευτική,中性 αντιπολιτευτικό) (政治) 反對派的 αντιπολιτευτικός 的變格 參見:αντιπολίτευση f (antipolítefsi, “反對派”)
οινόπνευμαοινοπνεύματα) 消毒酒精 (化學) 乙醇 酒精 οινόπνευμα的變格 αλκοόλ n (alkoól) αλκοόλη f (alkoóli, “酒精”) αιθανόλη f (aithanóli, “乙醇”) οινόπνευμα in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
ανεμόμυλοςάνεμος (ánemos, “風”) + μύλος (mýlos, “磨坊”) ανεμόμυλος (anemómylos) m (复数 ανεμόμυλοι) 風車 ανεμόμυλος的變格 參見:άνεμος m (ánemos, “風”) αιολικό πάρκο n (aiolikó
κουνελάκικουνελάκι (kouneláki) n (复数 κουνελάκια) κουνέλι (kounéli) 的指小詞:小兔子 πασχαλινό κουνελάκι ― paschalinó kouneláki ― 復活節兔 αχ κουνελάκι, κουνελάκι, ξύλο που