αλιφασκιάαλισφακιά f (alisfakiá) 源自古希臘語 ἐλελίσφακος (elelísphakos)。 αλιφασκιά (alifaskiá) f (复数 αλιφασκιές) (植物學) 鼠尾草 αλιφασκιά的變格 φασκομηλιά f (faskomiliá) αλιφασκιά
φασκομηλιάφασκομηλιά (faskomiliá) f (复数 φασκομηλιές) (植物學) 鼠尾草 φασκομηλιά的變格 αλιφασκιά f (alifaskiá) φασκόμηλο n (faskómilo, “鼠尾草”) Φασκόμηλο在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el
φυλάκισηφυλάκιση (fylákisi) f (复数 φυλακίσεις) 監禁 φυλάκιση的變格 κράτηση f (krátisi, “監禁”) 參見:φυλακή f (fylakí, “監獄”)
αλφάβητος參見:ἀλφάβητος αλφάβητος (alfávitos) f (复数 αλφάβητοι) αλφάβητο (alfávito)之罕用形式。 αλφάβητος的變格
φιλάωφιλώ (未完成時 φιλούσα/φίλαγα,過去 φίλησα,被動 φιλιέμαι,被動過去 φιλήθηκα,被動完成分詞 φιλημένος) 親吻 (正式) 向……問好 φιλάω / φιλώ, φιλιέμαι ασπάζομαι (aspázomai) (正式) ανασπάζομαι