希臘語 詞源 源自法語 biologie。 名詞 βιολογία (viología) f (复数 βιολογίες) (科學) 生物學 變格 更多信息 單數, 複數 ... 單數 複數 主格 βιολογία • βιολογίες • 屬格 βιολογίας • βιολογιών • 賓格 βιολογία • βιολογίες • 呼格 βιολογία • βιολογίες • 关闭 βιολογία的變格 近義詞 βιολ. (viol.) (縮寫) 相關詞彙 βιολόγος m 或 f (viológos, “生物學家”) 參見 βοτανική f (votanikí, “植物學”) φυτολογία f (fytología, “植物學”) ζωολογία f (zoología, “動物學”) γενετική f (genetikí, “遺傳學”) βιοχημεία f (viochimeía, “生物化學”) μικροβιολογία f (mikroviología, “微生物學”) 拓展閱讀 βιολογία在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el Wikiwand - on Seamless Wikipedia browsing. On steroids.