ΣουηδόςΣουηδός (Souidós) m (复数 Σουηδοί,阴性 Σουηδή) 瑞典人(多指男性) Σουηδός的變格 Σουηδέζος m (Souidézos) 參見:Σουηδία f (Souidía, “瑞典”)
κυβέρνηση源自古希臘語 κῠβέρνησῐς (kubérnēsis)。 κυβέρνηση (kyvérnisi) f (复数 κυβερνήσεις) 政府,內閣 κυβέρνηση的變格 ακυβερνησία f (akyvernisía, “無政府狀態”) ακυβέρνητος (akyvérnitos
πανδημίαπανδημία (pandimía) f (复数 πανδημίες) (病理學) 瘟疫,大流行病 Η εικόνα της πανδημίας δεν είναι αυτή που ανέμεναν η κυβέρνηση. I eikóna tis pandimías den eínai aftí
δυσπλασίαδυσπλασία (dysplasía) f (复数 δυσπλασίες) (病理學) 發育不良 δυσπλασία的變格 δυσπλασία in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998
σιδηρουργείοσιδηρουργείο (sidirourgeío) n (复数 σιδηρουργεία) 鐵匠鋪 σιδηρουργείο的變格 參見:σίδερο n (sídero, “鐵;熨斗”)