γραμματοκιβώτιογραμματο- (grammato-, “郵政”) + κιβώτιο (kivótio, “箱”) γραμματοκιβώτιο (grammatokivótio) n (复数 γραμματοκιβώτια) 信箱 γραμματοκιβώτιο的變格 γραμματόσημο n (grammatósimo
αγώγιμοςαγώγιμος (agógimos) m (陰性 αγώγιμη,中性 αγώγιμο) (物理學) 導熱或導電的 (法律) 可控告的 αγώγιμος 的變格 αγωγιμότητα f (agogimótita, “傳導率”) 並參見:αγωγός m (agogós, “導體;管道”)
αγώναςολυμπιακοί αγώνες o olympiakoí agónes 奧林匹克運動會 αγώνας的變格 προκριματικός αγώνας m (prokrimatikós agónas, “預賽”) αγών m (agón) αγωνία f (agonía, “焦急,急躁”) αγωνίζομαι
αγώνισμααγώνισμα (agónisma) n (复数 αγωνίσματα) 比賽,大賽 αγώνισμα的變格 參見:αγώνας m (agónas, “努力,奮鬥;比賽”)
τρώωτρώγω (trógo) 源自古希臘語 τρώγω (trṓgō)。帶詞幹-φαγ-的形式派生自古希臘語 ἔφαγον (éphagon)的詞幹。 國際音標(幫助): /ˈtɾo.o/ 斷字:τρώ‧ω τρώω (tróo) (過去簡單式 έφαγα,被動語態 τρώγομαι) 吃 Θέλω