συμπληρώνω
来自维基词典,自由的词典
来自维基词典,自由的词典
繼承自古希臘語 συμπληρόω (sumplēróō)。字面分析等同於 συμ- (sym-, 「共同,一起」) + πληρώνω (pliróno, 「填」)。
συμπληρώνω (sympliróno) (過去簡單式 συμπλήρωσα,被動語態 συμπληρώνομαι)
主動態 ➤ | 被動態 ➤ | |||
直陳語氣 ➤ | 未完成體 ➤ | 完成體 ➤ | 未完成體 | 完成體 |
非過去式 ➤ | 現在 ➤ | 非獨立形 ➤ | 現在 | 非獨立形 |
1 單 | συμπληρώνω | συμπληρώσω | συμπληρώνομαι | συμπληρωθώ |
2 單 | συμπληρώνεις | συμπληρώσεις | συμπληρώνεσαι | συμπληρωθείς |
3 單 | συμπληρώνει | συμπληρώσει | συμπληρώνεται | συμπληρωθεί |
1 複 | συμπληρώνουμε, [‑ομε] | συμπληρώσουμε, [‑ομε] | συμπληρωνόμαστε | συμπληρωθούμε |
2 複 | συμπληρώνετε | συμπληρώσετε | συμπληρώνεστε, συμπληρωνόσαστε | συμπληρωθείτε |
3 複 | συμπληρώνουν(ε) | συμπληρώσουν(ε) | συμπληρώνονται | συμπληρωθούν(ε) |
過去式 ➤ | 過去未完成時 ➤ | 一般過去式 ➤ | 過去未完成時 | 一般過去式 |
1 單 | συμπλήρωνα | συμπλήρωσα | συμπληρωνόμουν(α) | συμπληρώθηκα |
2 單 | συμπλήρωνες | συμπλήρωσες | συμπληρωνόσουν(α) | συμπληρώθηκες |
3 單 | συμπλήρωνε | συμπλήρωσε | συμπληρωνόταν(ε) | συμπληρώθηκε |
1 複 | συμπληρώναμε | συμπληρώσαμε | συμπληρωνόμασταν, (‑όμαστε) | συμπληρωθήκαμε |
2 複 | συμπληρώνατε | συμπληρώσατε | συμπληρωνόσασταν, (‑όσαστε) | συμπληρωθήκατε |
3 複 | συμπλήρωναν, συμπληρώναν(ε) | συμπλήρωσαν, συμπληρώσαν(ε) | συμπληρώνονταν, (συμπληρωνόντουσαν) | συμπληρώθηκαν, συμπληρωθήκαν(ε) |
將來時 ➤ | 持續將來時 ➤ | 一般將來時 ➤ | 持續將來時 | 一般將來時 |
1 單 | θα συμπληρώνω ➤ | θα συμπληρώσω ➤ | θα συμπληρώνομαι ➤ | θα συμπληρωθώ ➤ |
2,3 單, 1,2,3 複 | θα συμπληρώνεις, … | θα συμπληρώσεις, … | θα συμπληρώνεσαι, … | θα συμπληρωθείς, … |
完成體 ➤ | 完成體 | |||
現在完成時 ➤ | έχω, έχεις, … συμπληρώσει έχω, έχεις, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … συμπληρωθεί είμαι, είσαι, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
過去完成時 ➤ | είχα, είχες, … συμπληρώσει είχα, είχες, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … συμπληρωθεί ήμουν, ήσουν, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
將來完成時 ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συμπληρώσει θα έχω, θα έχεις, … συμπληρωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … συμπληρωθεί θα είμαι, θα είσαι, … συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο | ||
虛擬語氣 ➤ | 使用現在時非獨立形(一般過去時) 或現在完成時形式 + 助詞(να、ας)。 | |||
祈使語氣 ➤ | 未完成體 | 完成體 | 未完成體 | 完成體 |
2 單 | συμπλήρωνε | συμπλήρωσε | — | συμπληρώσου |
2 複 | συμπληρώνετε | συμπληρώστε | συμπληρώνεστε | συμπληρωθείτε |
其他形式 | 主動態 | 被動態 | ||
現在分詞➤ | συμπληρώνοντας ➤ | — | ||
完成分詞➤ | έχοντας συμπληρώσει ➤ | συμπληρωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
非限定形➤ | συμπληρώσει | συμπληρωθεί | ||
注釋 Appendix:希臘語動詞 |
• (…) 可選或非正式。 […] 罕用。 {…} 古體。 • 有多種形式的,按使用頻率依次遞減。 • 使用虛擬式可組合出委婉命令式。 | |||
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.
Every time you click a link to Wikipedia, Wiktionary or Wikiquote in your browser's search results, it will show the modern Wikiwand interface.
Wikiwand extension is a five stars, simple, with minimum permission required to keep your browsing private, safe and transparent.