αναξιοκρατικόςαναξιοκρατικός (anaxiokratikós) m (陰性 αναξιοκρατική,中性 αναξιοκρατικό) 任人唯親的 αναξιοκρατικός 的變格 αναξιοκρατία f (anaxiokratía, “任人唯親”)
ανοιξιάτικοςανοιξιάτικη,中性 ανοιξιάτικο) 春季的 ανοιξιάτικος καιρός ― anoixiátikos kairós ― 春天的天氣 ανοιξιάτικα λουλούδια ― anoixiátika louloúdia ― 春花 春季般的 Μια ωραία ανοιξιάτικη
αναξιοκρατίααναξιοκρατία (anaxiokratía) f 裙帶關係,任人唯親 αναξιοκρατία (anaxiokratía)的變格 νεποτισμός m (nepotismós) οικογενειοκρατία f (oikogeneiokratía) αναξιοκρατικός
εξαιρετικόςεξαίρετος (exaíretos) + -ικός (-ikós),類比法語 exceptionnel。 εξαιρετικός (exairetikós) m (陰性 εξαιρετική,中性 εξαιρετικό) 重要的,優秀的,偉大的 反義詞:ασήμαντος (asímantos)
νοσταλγικόςνοσταλγικός (nostalgikós) m (陰性 νοσταλγική,中性 νοσταλγικό) 懷舊的 νοσταλγικός 的變格 νοσταλγικός in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern