άξαφνοςάξαφνος (áxafnos) m (陰性 άξαφνη,中性 άξαφνο) 突然的 近義詞:ξαφνικός (xafnikós) άξαφνος 的變格 άξαφνα (áxafna, “突然”)
φουρνάρης/fuɾˈna.ɾis/ φουρνάρης (fournáris) m (复数 φουρνάρηδες) φούρναρης (foúrnaris)的另一種寫法 φουρνάρης的變格 φουρνάρης in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary
ξένος(Aristóxenos) Μενέξενος (Menéxenos) ξενῐ́ᾱ (xeníā) ξενῐ́ζω (xenízō) ξενῐκός (xenikós) ξένῐος (xénios) Ξενοκλῆς (Xenoklês) Ξενοκράτης (Xenokrátēs) Ξενοφάνης (Xenophánēs)
φούρναρηςφουρνάρισσα) 麵包師 近義詞:αρτοποιός (artopoiós)、αρτοπώλης (artopólis)、ψωμάς (psomás) φούρναρης的變格 參見:φούρνος m (foúrnos, “烤箱;麵包店”) φούρναρης in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
άνοιξη源自古希臘語 ἄνοιξις (ánoixis, “打開的”)。代替古希臘語 ἔαρ (éar)。 國際音標(幫助): /ˈaniksi/ άνοιξη (ánoixi) f (复数 ανοίξεις) 春季,春天 Ο αέρας μυρίζει άνοιξη. ― O aéras myrízei ánoixi