παράθημαaffixe,形式基於επίθημα (epíthima)。 παράθημα (paráthima) n (复数 παραθήματα) (語言學,辭書學) 詞綴 近義詞:πρόσφυμα (prósfyma) (語法) 詞尾 近義詞:κατάληξη (katálixi) παράθημα的變格 ένθημα n
ερωτηματικό源自ερωτηματικός (erotimatikós, “疑問的”)。 ερωτηματικό (erotimatikó) n (复数 ερωτηματικά) (語法,印刷) 問號(;) ερωτηματικό的變格 ( . ) τελεία ( , ) κόμμα, υποδιαστολή (
πρόθημαpréfixe,形式基於επίθημα (epíthima)。 πρόθημα (próthima) n (复数 προθήματα) (語法,辭書學) 前綴 反義詞:επίθημα (epíthima) πρόθημα的變格 ένθημα n (énthima, “中綴”) επίθημα n (epíthima
άνθρωποςάνθρωπος的變格 αγριάνθρωπος m (agriánthropos, “野蠻人”) ανθρωπάκι n (anthropáki, 指小詞) ανθρωπάριο n (anthropário, 指小詞) ανθρωπεύω (anthropévo, “教化,使開化”) ανθρωπιά f
παίρνωπήρα,被動語態 παίρνομαι,被動過去 πάρθηκα,被動完成分詞 παρμένος) 撿,拿 Παίρνει το σκουπίδι από το πάτωμα. ― Paírnei to skoupídi apó to pátoma. ― 他從地上撿起垃圾。 得到,獲得,收到 Παίρνω