παλμογράφοςπαλμογράφος (palmográfos) m (复数 παλμογράφοι) 示波器 παλμογράφος的變格 παλμογράφος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998
ανθρωποφάγος參見:ἀνθρωποφάγος 源自古希臘語 ἀνθρωποφάγος (anthrōpophágos)。 國際音標(幫助): [anθɾɔpɔˈfaɣɔs] 斷字:αν‧θρω‧πο‧φάγος ανθρωποφάγος (anthropofágos) m 或 f (复数 ανθρωποφάγοι) 食人者
γράφωthe Crown 13: δεῖ […] ταῖς ἐκ τῶν νόμων τιμωρίαις παρ’ αὐτὰ τἀδικήματα χρῆσθαι, […] εἰ δὲ γράφοντα παράνομα, παρανόμων γραφόμενον deî […] taîs ek tôn nómōn
ασπάζομαι參見:ἀσπάζομαι 國際音標(幫助): /aˈspa.zo.me/ 斷字:α‧σπά‧ζο‧μαι ασπάζομαι (aspázomai) 異態動詞 (過去簡單式 ασπάστηκα/ασπάσθηκα) (書面) 親吻 近義詞:ανασπάζομαι (anaspázomai)、φιλώ
φοβάμαιφοβούμαι 的形式) 恐怕 Φοβάμαι πως δεν θα μπορέσουμε … Fovámai pos den tha borésoume … 恐怕我們無法…… φοβάμαι / φοβούμαι φοβίζω (fovízo, “威脅,嚇唬,使恐懼”) θεοφοβούμενος