源自古希腊语 ζῷον (zôion),源自原始希腊语 *ďṓyyon,源自*gʷyōwyon,源自原始印欧语 *gʷyeh₃w-y-om,源自*gʷíh₃weti (“生活,活着”)。
- 国际音标(帮助): /ˈzo.o/
- 断字:ζώ‧ο
ζώο (zóo) n (复数 ζώα)
- (动物学) 哺乳动物
- (泛指) 动物,野兽
- (贬义) 蠢货,傻子
More information 单数, 复数 ...
|
单数
|
复数
|
主格
|
ζώο •
|
ζώα •
|
属格
|
ζώου •
|
ζώων •
|
宾格
|
ζώο •
|
ζώα •
|
呼格
|
ζώο •
|
ζώα •
|
俗语主格、宾格、呼格复数:ζα
|
Close
- ζωντανό n (zontanó, “动物”) 〈口〉
- ζωντόβολο n (zontóvolo, “动物;也作比喻、贬义”) 〈口〉
- κτήνος m (ktínos, “家畜”)
- τα ζώα μου αργά (ta zóa mou argá, “非常懒惰”)
- βασιλιάς των ζώων (vasiliás ton zóon, “狮子,万兽之王”)
- 参见:ζωο- (zoo-)
- βρομόζωο n (vromózoo)
- επιζωοτία f (epizootía, “畜疫”)
- ζωανθρωπία f (zoanthropía, “变兽妄想”)
- ζώδιο n (zódio, “黄道十二宫,星座”)
- ζωικός (zoikós, “动物的”) 及其派生词
- ζωντανό n (zontanó, “动物”) 〈口〉
- ζωντόβολο n (zontóvolo, “动物;也作比喻、贬义”) 〈口〉
- ζωόφιλος (zoófilos, “喜爱动物的”)
- ζωύφιο n (zoýfio, “小昆虫”)
- ζωώδης (zoódis, 形容词)
- Μετάζωα n 复 (Metázoa, “后生动物”) 〈生〉
- Παράζωα n 复 (Parázoa, “侧生动物”) 〈生〉
- Πρωτόζωα n 复 (Protózoa, “原生动物”) 〈生〉
- πειραματόζωο n (peiramatózoo, “实验动物”)
- Σπορόζωα n 复 (Sporózoa, “孢子虫纲”) 〈生〉
- φιλόζωος (filózoos, “喜爱动物的”)
- φιλοζωικός (filozoikós, “喜爱动物的”)
- ωοζωοτοκία f (oozootokía)
- ωοζωοτόκος (oozootókos)
- 并参见:ζωή f (zoḯ, “生活,生命”)