希腊语 词源 αγριό- (agrió-, “野”) + τόπος (tópos, “地方”) 名词 αγριότοπος (agriótopos) m (复数 αγριότοποι) 荒野 变格 更多信息 单数, 复数 ... 单数 复数 主格 αγριότοπος • αγριότοποι • 属格 αγριότοπου • αγριότοπων • 宾格 αγριότοπο • αγριότοπους • 呼格 αγριότοπε • αγριότοποι • 关闭 αγριότοπος的变格 Wikiwand - on Seamless Wikipedia browsing. On steroids.