ανθρωπισμός
来自维基词典,自由的词典
来自维基词典,自由的词典
ανθρωπισμός (anthropismós) m (复数 ανθρωπισμοί)
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ανθρωπισμός • | ανθρωπισμοί • |
屬格 | ανθρωπισμού • | ανθρωπισμών • |
賓格 | ανθρωπισμό • | ανθρωπισμούς • |
呼格 | ανθρωπισμέ • | ανθρωπισμοί • |
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.