ακουστικό
来自维基词典,自由的词典
来自维基词典,自由的词典
ακουστικό (akoustikó) n (复数 ακουστικά)
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | ακουστικό • | ακουστικά • |
屬格 | ακουστικού • | ακουστικών • |
賓格 | ακουστικό • | ακουστικά • |
呼格 | ακουστικό • | ακουστικά • |
ακουστικό (akoustikó)
Seamless Wikipedia browsing. On steroids.