φωτογράφοςφῶς (phôs, “光”) + γράφω (gráphō)。 φωτογράφος (fotográfos) m 或 f (复数 φωτογράφοι) 攝影師 φωτογράφος的變格 參見:φωτογραφία f (fotografía, “攝影;照片”) φωτογράφος在希臘語維基百科上的資料。維基百科
φωσφόρος參見:φώσφορος 和 Φωσφόρος φαοσφόρος (phaosphóros) 〈詩〉 φαεσφόρος (phaesphóros) 源自φῶς (phôs, “光”) + -φόρος (-phóros, “含有的,攜帶的”),源自φέρω (phérō, “攜帶”)。 國際音標(幫助):