γράφω“執導,導演”) συγγράφω (syngráfo, “寫作,著書”) υπογράφω (ypográfo, “簽名”) 源自詞幹: γραφ- (-γραφία, -γράφος, -γράφημα, -γράφηση) καταγραφικό (katagrafikó, “數據記錄器”) γραφσ- >
ανθρωποφάγος參見:ἀνθρωποφάγος 源自古希臘語 ἀνθρωποφάγος (anthrōpophágos)。 國際音標(幫助): [anθɾɔpɔˈfaɣɔs] 斷字:αν‧θρω‧πο‧φάγος ανθρωποφάγος (anthropofágos) m 或 f (复数 ανθρωποφάγοι) 食人者
φρυγανιάφρυγανιά (fryganiá) f (复数 φρυγανιές) 吐司 φρυγανιά的變格 τοστ n (tost, “烤三明治”) παξιμάδι n (paximádi, “麵包乾”) φρυγανίζω (fryganízo, “烤”)
φουγάροφουγάρο (fougáro) n (复数 φουγάρα) 工廠、輪船的煙囪 (比喻義) 老煙槍 φουγάρο的變格 καμινάδα f (kamináda, “家庭煙囪”) τσιμινιέρα n (tsiminiéra, “輪船、火車的煙囪”) καπνοδόχος n (kapnodóchos
άνθρωποςάνθρωπος的變格 αγριάνθρωπος m (agriánthropos, “野蠻人”) ανθρωπάκι n (anthropáki, 指小詞) ανθρωπάριο n (anthropário, 指小詞) ανθρωπεύω (anthropévo, “教化,使開化”) ανθρωπιά f