χρήμα參見:χρῆμα 源自古希臘語 χρῆμα (khrêma) 國際音標(幫助): /ˈxri.ma/ χρήμα (chríma) n (复数 χρήματα) 資金,資本 (複數) 流動資產 χρήμα的變格 κέρμα n (kérma, “硬幣”) λεφτά n 複 (leftá, “現金”) μετρητά n 複
ρήμα參見:ῥῆμα ῥῆμα (rhêma) 繼承自古希臘語 ῥῆμα (rhêma),繼承自原始印歐語 *werh₁-。 ρήμα (ríma) n (复数 ρήματα) (語法) 動詞 ρήμα的變格 ρ. (r.) (縮寫) επίρρημα n (epírrima, “副詞”) ρήμα在希臘語維基百科上的資料。維基百科
μήτρα/ˈmi.tra/ μήτρᾱ (mḗtrā) f (屬格 μήτρᾱς); 一類變格 子宮 瘤胃 (比喻義) 源頭,來源 木頭的髓 蜂王 ἡ μήτρᾱ;τῆς μήτρᾱς的第一類變格 (阿提卡) (蜂王): ἐργάται (ergátai, “工蜂”) 希臘語: μήτρα (mítra) →
βλήμα參見:βλῆμα βλήμα (vlíma) n (复数 βλήματα) 炮彈,導彈 διηπειρωτικό βλήμα ― diipeirotikó vlíma ― 洲際導彈 (口語) 傻子,蠢貨 βλήμα的變格 Διηπειρωτικό βλήμα在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el
έρημος參見:ἐρῆμος 源自古希臘語 ἔρημος (érēmos),ἐρῆμος (erêmos)的阿提卡式寫法。 έρημος (érimos) m (陰性 έρημη,中性 έρημο) 荒涼的 孤獨的,淒涼的 έρημος 的變格 έρμος (érmos) ερήμην (erímin, “缺席”)