αγριόγατοςαγριό- (agrió-, “野生的”) + γάτος (gátos, “貓”) αγριόγατος (agriógatos) m (复数 αγριόγατοι,阴性 αγριόγατα) 野貓 短尾貓 αγριόγατος的變格 γάτος (gátos, “貓”)
αγροτικόςαγροτικός (agrotikós) m (陰性 αγροτική,中性 αγροτικό) 農業的 農民的 農村的,鄉村的 αγροτικός 的變格 αγροτικός γιατρός m (agrotikós giatrós, “鄉村醫生”) αγροτικός συνεταιρισμός m
γιατρόςιατρός m 或 f (iatrós) 源自中古希臘語 γιατρός (giatrós),源自古希臘語 ἰατρός (iatrós, “醫生”)。 國際音標(幫助): /ʝaˈtros/ γιατρός (giatrós) m 或 f (复数 γιατροί,阴性 γιάτρισσα 或 γιατρίνα)
αγριότοποςαγριό- (agrió-, “野”) + τόπος (tópos, “地方”) αγριότοπος (agriótopos) m (复数 αγριότοποι) 荒野 αγριότοπος的變格
αγοραστικόςαγοραστικός (agorastikós) m (陰性 αγοραστική,中性 αγοραστικό) 購買的,消費的 οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων καταναλωτών oi agorastikés synítheies ton Ellínon