Γροιλανδή

来自维基词典,自由的词典

希臘語

名詞

Γροιλανδή (Groilandíf (复数 Γροιλανδές,阳性 Γροιλανδός)

  1. 女性格陵蘭

變格

更多信息 單數, 複數 ...
單數 複數
主格 Γροιλανδή  Γροιλανδές 
屬格 Γροιλανδής  Γροιλανδών 
賓格 Γροιλανδή  Γροιλανδές 
呼格 Γροιλανδή  Γροιλανδές 
关闭

相關詞彙

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.