νερό

From Wiktionary, the free dictionary

Gréčtina

Výslovnosť

Podstatné meno

  • rod stredný

Skloňovanie

Viac informácií ▼ Pád ╲ Číslo ►, Singulár ...
▼ Pád ╲ Číslo ► Singulár Plurál
Nominatív νερό νερά
Genitív νερού νερών
Akuzatív νερό νερά
Vokatív νερό νερά
Zavrieť

Význam

  1. voda

Príbuzné slová

  • νεράκι
  • νερουλάς
  • νερουλός
  • νερουλιάζω
  • νερώνω
  • νεροβράζω
  • νερόβρασμα
  • νερόβραστος
  • νεροδεσιά
  • νεροζούμι
  • νεροκαμένος
  • νεροκανάτα
  • νερολαδιά
  • νερόλακκος
  • νερομάζωμα
  • νερομάνα
  • νερομπογιά
  • νερόμυλος
  • νεροσωλήνας
  • νεροτσουλήθρα
  • νερόφιδο
  • αγγουρόνερο
  • αλατόνερο
  • ανθόνερο
  • ασβεστόνερο
  • βαλτόνερο
  • βουρκόνερο
  • βρομόνερο
  • βροχόνερο
  • θαλασσόνερο
  • λασπόνερο
  • πηγαδόνερο
  • ροδόνερο
  • ρυζόνερο
  • σαπουνόνερο
  • σταχτόνερο
  • τριανταφυλλόνερο
  • χιονόνερο

Frázy a idiómy

  • το αίμα νερό δε γίνεται
  • νερό κι αλάτι

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.