λείπω

Из Викисловаря, свободного словаря

Древнегреческий

Морфологические и синтаксические свойства

Глагол.

Корень: --.

Произношение

Семантические свойства

Значение

  1. оставлять  πλοῦτος προστίθησιν φίλους πολλούς, ὁ δὲ πτωχὸς καὶ ἀπὸ τοῦ ὑπάρχοντος φίλου λείπεται.  Богатство прибавляет много друзей, а бедный оставляется и другом своим. «Септуагинта», Притчи 19:4

Синонимы

Антонимы

Гиперонимы

Гипонимы

Родственные слова

Ближайшее родство
  • глаголы: ἐκλείπω, ἐλλείπω, διαλείπω, ἐπιδιαλείπω, ὑποδιαλείπω, παραλείπω, καταλείπω, διακαταλείπω, παρακαταλείπω, ἐγκαταλείπω, ξυγκαταλείπω, συγκαταλείπω, ἐπικαταλείπω, περικαταλείπω, ἀντικαταλείπω, ἀποκαταλείπω, ὑποκαταλείπω, προκαταλείπω, προσκαταλείπω, ἐπιλείπω, συνεπιλείπω, περιλείπω, ἀμφιλείπω, συνεκλείπω, προεκλείπω, ἀπεκλείπω, ὑπεκλείπω, παρεκλείπω, καλλείπω, παρελλείπω, προσελλείπω, ἀπολείπω, ἐναπολείπω, συναπολείπω, προαπολείπω, ὑπαπολείπω, προσαπολείπω, ὑπολείπω, ἀνθυπολείπω, προλείπω, καταπρολείπω, ἐκπρολείπω, ἐμπρολείπω, ἀποπρολείπω, αὐτολείπω, προσλείπω

Этимология

Из ??

Фразеологизмы и устойчивые сочетания

Библиография

Wikiwand - on

Seamless Wikipedia browsing. On steroids.