βασικόςesențial (p.ext.) simplu, de bază, limitat 1: στοιχειώδης 2: υποτυπώδης βασική μονάδα/θεμελιώδης μονάδα βασικός πίνακας βάση βασικά Βικιλεξικό Wiktionary
μονάδαpunct (la jocuri) (educ.) cea mai mică notă (școlară); nota 4 ΚΜΕ ΜΕΘ θεμελιώδης μονάδα, βασική μονάδα λεκτική μονάδα, λεξικογραφική μονάδα παράγωγη μονάδα