Français
Sign in
AI tools
Top Qs
Chronologie
Chat
Loading AI tools
Tout
Articles
Dictionnaire
Citations
Carte
χεῖ
De Wiktionnaire, le dictionnaire libre
Found in dictionary
ψόφος
psóphos. ψόφος, psóphos \Prononciation ?\ masculin Mort. κακό ψόφο να '
χει
(βρισιά) Froid. έκανε ψόφο χτες το βράδυ θάνατος ψοφώ ψοφίμι ψόφιος ψοφοδεής
κλαίω
να κλάψω. Son comportement m'a fait pleurer. Se plaindre. Όλα τα καλά τα ΄
χει
κι όλο κλαίγεται. Tout va bien et il se plaint. στενοχωρώ Λεξικό της κοινής