Français
Sign in
AI tools
Top Qs
Chronologie
Chat
Loading AI tools
Tout
Articles
Dictionnaire
Citations
Carte
σερβικά
De Wiktionnaire, le dictionnaire libre
Found in dictionary
Σερβία
(féminin) ») Σέρβος (« Serbe (masculin) »)
σερβικά
(« serbe (langue) ») σερβικός (« serbe (adjectif) ») (katharévousa)
σέρβικα
(« serbe (adjectif) ») (katharévousa)
serbe
serba lingvo (eo) Estonien : serbia keel (et) Finnois : serbia (fi) Grec :
σερβικά
(el) serviká Hindi : सर्बियन (hi) sarbiyana féminin Hongrois : szerb (hu)
σερβικός
neutre nominatif σερβικοί σερβικές
σερβικά
génitif σερβικών σερβικών σερβικών accusatif σερβικούς σερβικές
σερβικά
vocatif σερβικοί σερβικές
σερβικά