ἐντελέχεια*\Prononciation ?\ féminin Réalité totale, complète. δύναμις, ψυχή ἐστιν ἐντελέχεια ἡ πρώτη σώματος φυσικοῦ δυνάμει ζωὴν ἔχοντος — (Aristote, De l'âme, 412 a 27.) τὸ
ἱππεύςassez riches pour posséder un cheval. ἱππεὺς Ῥωμαίων, chevalier romain. ἡ πρώτη δὲ πολιτεία ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἐγένετο μετὰ τὰς βασιλείας ἐκ τῶν πολεμούντων
ProteVoir aussi : prote Du grec ancien πρώτη, prṓtē. Prote \Prononciation ?\ féminin (Géographie) Île des Stéchades. Sunt aliae viginti ferme parvae mari vadoso
premierπρώτος (el) prótos masculin, πρώτη (el) próti féminin, πρώτο (el) próto neutre Grec ancien : πρῶτος (*) prỗtos masculin, πρώτη (*) prỗtê féminin, πρῶτον (*)
πρόσχημαἄθλων χάριν, ὅτ᾽ ᾔσθετ᾽ ἀνδρὸς ὀρθίων κηρυγμάτων δρόμον προκηρύξαντος, οὗ πρώτη κρίσις, εἰσῆλθε λαμπρός, πᾶσι τοῖς ἐκεῖ σέβας· δρόμου δ᾽ ἰσώσας τἀφέσει