ικανοποίησηMot dérivé de ικανοποιώ, ikanopeo (« satisfaire »), avec le suffixe -ση, -si → voir ικανός et ποίηση. ικανοποίηση, ikanopíisi \i.ka.nɔ.ˈpi.i.si\ féminin
exaucerEspagnol : conceder (es) Espéranto : elaŭdi (eo) Grec : εισακούω (el) isakúo, ικανοποιώ (el) ikanopió Grec ancien : εἰσακούω (*) eisakoúô, ἱκανοποιέω (*) hikaonpoiéô