Français
Sign in
AI tools
Top Qs
Chronologie
Chat
Loading AI tools
Tout
Articles
Dictionnaire
Citations
Carte
αηδιαστικός
De Wiktionnaire, le dictionnaire libre
Found in dictionary
nauséabond
Grec : εμετικός (el) emetikós, αναγουλιαστικός (el) anaguliastikós (1) ;
αηδιαστικός
(el) aidhiastikós, απεχθής (el) apekhthís (2) Italien : nauseabondo (it)
κερδαλεόφρων
\Prononciation ?\ Âpre au gain. Εννοείς τό δικό σου πνεῦμα, τό κερδαλεόφρον. Εἶσαι
ἀηδιαστικός
! — (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος, 1956) Vous voulez dire de votre